Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: ένα αφήγημα
ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΑ ΑΙΣΘΗΣΗ
Έφτασε αργά, σχεδόν είχε νυχτώσει και τράβηξε με τα πόδια το δρόμο για την παραλία. Ήταν η παραλία της ζωής του∙ εκεί έζησε τα παιδικά χρόνια, τα καλοκαίρια. Όλα έμοιαζαν ίδια. Η ξερή βλάστηση στα χωράφια, οι νυχτερινοί ήχοι των αγρών, οι μυρωδιές. Η σελήνη έλαμπε στον αυγουστιάτικο ουρανό. Το μόνο που άλλαζε ήταν η ζεστή άσφαλτος του δρόμου και κάποιες διάσπαρτες βίλες της εξοχής, εκεί που κάποτε έβλεπε πλίθινα κτίσματα και στάβλους ζώων.
Όσο πλησίαζε κάτι συνεχώς άλλαζε. Το βραδινό αεράκι δυνάμωνε και οι μυρωδιές γίνονταν πιο βαριές. Στους τράφους έβλεπε συχνά πεταμένα σκουπίδια και μπάζα. Σε πιο μακρινές εξοχές ακούγονταν αλυχτίσματα σκύλων. Ήταν οι λάμπες στο βάθος του δρόμου που έδιναν άλλη όψη στο νυχτερινό τοπίο.
Στο τέλος έφτασε στη θάλασσα, που ήταν διαφορετική από αυτή που χρόνια είχε στο μυαλό του. Σε κείνο το σημείο που ήξερε, αυτή δεν ενωνόταν με την άμμο. Μόνο ατελείωτο μπετόν έμπαινε βαθιά στα σπλάχνα της και πέτρες- πέτρες παντού για να στηρίζουν το κατασκευασμένο λιμάνι. Σαπίλα από φύκια ανέδυε η γύρω περιοχή και νέα αυθαίρετα κτίσματα εκτείνονταν στο χώρο. Στο τσιμεντένιο λιμάνι αραγμένα μικρά σκάφη και βάρκες.
Εκεί κάποτε αντάλλαξε τα πρώτα φιλιά που είχαν μαζί την αλμύρα και την άμμο που κόλλαγε πάνω του. Ήταν δυο πρόσωπα στο μυαλό του, υπερφυσικά, που σάλευαν με αργές κινήσεις στον ίδιο ρυθμό με τα κύματα, καθώς έβλεπαν απέναντι στα νησιά να χάνεται ο ήλιος του Ιονίου Πελάγους, ντυμένος στο βαθύ πορτοκαλί του χρώμα.
«Τι περίεργο! Κάποτε ολοένα βυθιζόταν η ξηρά…» σκεφτόταν. «Ποιοί πολιτισμοί χάθηκαν; Πού είναι άραγε ο ναός του Ασκληπιού που αναφέρει ο Παυσανίας;» αναρωτιόταν.
Δεν ήταν μακριά η βυθισμένη πολιτεία. Την έβλεπαν οι παλιοί ψαράδες μέσα στο πέλαγος βουτώντας με μπουνάτσα. Έβλεπαν χαλάσματα, πέτρες και θεμέλια κι έναν παλιό ναό. «Τι λάτρευαν άραγε;», σκέφτηκε. Σ’ όλο το μήκος μέσα κι έξω από τη θάλασσα ανάβλυζαν ιαματικά νερά.
Πιο πέρα ήταν η ξύλινη παράγκα των φίλων του. Έμοιαζε με βάρκα που έπλεε, σαν να μη στηριζόταν στο έδαφος. Τα πρωϊνά φιλοξενούσε ανθρώπους που κολύμπαγαν και μετά στέκονταν ώρες ατέλειωτες κάτω από τις αχτίνες του ήλιου. Το βράδυ όμως, το καραβάκι σαλπάριζε και δεν είχε κανένα προορισμό, μόνο ακουγόταν η μουσική των κυμάτων. Όλα ήταν δυνατό να συμβούν εκείνα τα καλοκαίρια.
Κάτω από το φως της λάμπας πετρελαίου ζωντάνευαν οι ήρωες του Μπέκετ, σε πρόβες στο «Περιμένοντας τον Γκοντό». Ήταν το φυσικό ταλέντο του θόδωρου, που έπαιζε το «κτήνος», που ξεστρατίζοντας συνεχώς προκαλούσε με τις ατάκες του τον γέλωτα στην ομότεχνη παρέα.
Μετά θυμήθηκε τον Φώτη που του έδειχνε τα ζεστά μεσημέρια τις γυμνές γυναίκες από περιοδικά που μάζευε. Τον Νώντα, τον «Βαραβά», ξυπόλυτο με τις χοντρές του πατούσες που τους διηγιόταν τις νεανικές του ερωτικές ιστορίες.
Αργότερα ήταν ο φίλος του ο Στάθης που τον οδηγούσε στα μονοπάτια της εφηβείας του. Τα βραδινά πάρτι, τα τραγούδια του Σαββόπουλου, το νέο κύμα και ο Κώστας Χατζής, οι βόλτες στην αμμουδιά και οι λάμπες θυέλλης που, κρεμασμένες ψηλά στα ξύλινα δοκάρια των υπαίθριων μαγαζιών, ταξίδευαν στο πέλαγος μαζί με τα πανιά και τα ψάθινα που κινούσε στα πλάγια τους ο αέρας. Και τα αυγουστιάτικα πρωινά το φλεγόμενο αρτεσιανό στην παραλία.
«Πάγο! Πάγο!» βροντοφώναζε τα πρωινά η Θοδώρα, που δεν ξεχώριζε από την τραχιά αντρίκια φωνή και ξυπνούσε απότομα τους παραθεριστές, πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος.
«Πού είναι ο κόσμος εκείνος που ήξερε;», αναρωτιέται βαδίζοντας πάνω στους όγκους των σάπιων φυκιών και στη λάσπη που μύριζε βουρκίλα. Κοιτάζει τα νέα μαγαζιά που άνοιξαν αυθαίρετα, εκεί που κάποτε ήταν μόνο αλμυρό νερό και ψάρευαν όστρακα. «Πού βρέθηκε τόσο εύφορο έδαφος και φύτρωσαν εκεί λουλούδια, ηλιοτρόπια και λαχανικά», μονολογεί θλιμμένα.
«Πώς χάθηκε ο κόσμος αυτός!», αναρωτιέται. Και μετά σκέφτεται μήπως αυτό που του συμβαίνει είναι μόνο μια δική του ψευδαίσθηση. Μια αίσθηση μακρινή που δεν ήταν σίγουρος αν θα έχει χαθεί στον επόμενο τόνο της νύχτας.