18/12/15



                                                                                                                
                                                 ΟΙ ΙΕΡΑΡΧΕΣ  
Γράφει ο Νίκος Μπακιός
 
     Ο παππούς μου ο Αγγελής πέθανε όταν ήμουν μόλις τεσσάρων ετών. Όμως, θυμάμαι αρκετά γεγονότα  που συνδέονται με τη ζωή αυτού του αγαπημένου προσώπου. Πολλοί άνθρωποι στην κωμόπολη με μάθανε πρώτα ως εγγονό του και πολύ αργότερα με τη δική μου ιδιαιτερότητα. Ίσως και κάποιοι να μου υπέβαλαν την ιδέα  να του μοιάσω.
     Η τελευταία ανάμνηση, που κράτησα, είναι την ώρα λίγο πριν πεθάνει. Κάποιος είχε δέσει με σπάγκο ένα πουλάκι στο πόδι κι εγώ το κρατούσα, ενώ αυτό πέταγε. Όταν ξαφνικά μου ξέφυγε, άρχισα να κλαίω, και τότε αυτός ετοιμοθάνατος ρώτησε με αγωνία γιατί κλαίει το παιδί.
     Ξέρω ότι η πρώτη του δουλειά ήταν κρεοπώλης, αυτός μάλλον ήταν και ο πρώτος διδάξας στην κωμόπολη το επάγγελμα. Σε μια φωτογραφία παλιά του 1900 τον βλέπω με άλλους συντοπίτες του νέους, αυτός με τη μουστάκα του και τα κατσαρά του μαλλιά, κοντός με μάτι αετίσιο, να κρατάει ένα σκύλο στην αγκαλιά του.

     Έγινε αργότερα και επιχειρηματίας νοικιάζοντας την εκμετάλλευση της λιμνοθάλασσας. Αλλά, στο τέλος, κατέληξε οινοπώλης, εμπορευόμενος το κρασί του που έβγαινε  στη φημισμένη τοποθεσία «παλιάμπελα». 
    Τον θυμάμαι ακόμη, κάποια παγωμένα χειμωνιάτικα βράδια γύρω από το μαγκάλι, να παίζει το ρόλο της νταντάς και να μας φροντίζει μαζί με την αδελφή μου, όταν οι γονείς μας έλειπαν. Και είμαι σίγουρος, παρότι η ανάμνηση αυτή χάνεται στο βάθος του χρόνου, ότι μας αγαπούσε και εκδήλωνε  τα αισθήματα του, σα δεύτερος πατέρας μας.
   Κάποιοι διηγούνται ότι του άρεσε με πάθος το γυναικείο φύλο και ότι δεν έχανε ποτέ του την ευκαιρία να φιλήσει πάσης φύσεως και κάθε ηλικίας γυναίκες. Όμως, ξέρω καλά ότι την πρώτη του γυναίκα την ερωτεύθηκε  και την έκλεψε καβάλα στο άλογο, αφού οι γονείς της δεν τον ήθελαν για γαμπρό τους.
  Είχε το όνομα και τη χάρη η γυναίκα του, η Κονδύλω, τη βλέπω στην ασπρόμαυρη φωτογραφία  με τα μαύρα μάτια της και τα μαλλιά, με τα τοξωτά της φρύδια και το λευκό χρώμα του προσώπου της, σίγουρα μια καλλονή  εκείνης της εποχής.
   Όμως, αυτή πέθανε νωρίς και ο παππούς  ξαναπαντρεύτηκε  για να έχουν μητέρα τα παιδιά του και υπήρξε και πάλι άτυχος γιατί του πέθανε και η δεύτερη, μα και η τρίτη γυναίκα του. Παρόλο που την τελευταία την ανέβασε στο διώροφο σπίτι τους από το παράθυρο και όχι από την πόρτα, για να προλάβει τις κακοτυχίες.
    Σαν όνειρο τον θυμάμαι να ανεβαίνει μια μαρμάρινη σκάλα και να ασπάζεται περιπαθώς  μια ηλικιωμένη  που τον περιμένει στον πάνω όροφο του σπιτιού. Μετά από χρόνια έμαθα ότι το σπίτι αυτό ήταν το αρχοντικό των Στεφανοπουλέων, παλιών πολιτικών του νομού.
    Ποτέ δεν μπόρεσα να μάθω το λόγο πως όλοι τον ήξεραν με το παρατσούκλι «Ζεβεδαίος» και επιπλέον ποια ήταν η αιτιολόγηση αυτής της προσωνυμίας του.
    Λένε, σαν ανέκδοτο, ότι όταν ήταν  παιδάκι τον άφηνε η μάνα του κάτω από μια ελιά, γιατί  δούλευε εκεί κοντά στα χωράφια και  αυτός  όλο έκλαιγε και την αναζητούσε. Κάποτε σταμάτησε να κλαίει και η μάνα του ανήσυχη έτρεξε να δει τι του συμβαίνει. Τότε, αυτός αποκρίθηκε ότι δεν είχε τίποτα και ότι απλώς ξεκουραζόταν.
  Η ταβέρνα του παππούλη ήταν ακριβώς από κάτω στο διώροφο πλίθινο σπίτι μας  και τη χώριζε ένα ξύλινο παλιό πάτωμα. Εκεί ήταν ο τόπος συγκέντρωσης διαφόρων χαρακτηριστικών τύπων, που έπιναν το κρασί τους, συζητούσαν και διασκέδαζαν. Οι συζητήσεις  περιστρέφονταν στα τοπικά θέματα και στα γεγονότα της καθημερινότητας. Κέρναγε ο ένας τον άλλον κρασί και τα πειράγματα μεταξύ τους έδιναν και έπαιρναν.
     Οι αράχνες διακοσμούσαν τους τοίχους της ταβέρνας και τα ξύλινα βαρέλια σχεδόν γέμιζαν το χώρο της. Μια όξινη μυρωδιά κρασιού γέμιζε την ατμόσφαιρα μαζί με την υγρασία που ανέδυε το χωμάτινο πάτωμα.
   Κατά καιρούς η οχλοβοή ανέβαινε  στον επάνω όροφο με προεξέχουσα τη φωνή του μικρασιάτη πρόσφυγα Παναγιώτη, που ξεκίναγε βροντερά με το σύνθημα «γαμώ τους πλούσιους!». Και τη συνόδευαν άλλες φωνές με πειράγματα και γέλια τρανταχτά.
    Ο παππούς στο κέντρο γέμιζε με τα κατοστάρια του τα μικρά ποτηράκια και έδινε το ρυθμό σ΄όλη την παρέα.  
    Η ένταση και η ευθυμία των συμποτών συνεχιζόταν και στους εξωτερικούς χώρους, διασχίζοντας την οδό Ανδρέα Καρκαβίτσα μέχρι το Σταυροπάζαρο, με τη συμμετοχή και άλλων ταβερνιάρηδων, κρεοπωλών, ψαράδων και μπακάληδων της αγοράς.  
     Από πληροφορίες γνωρίζω ότι η παρέα κορύφωνε τις εκδηλώσεις  τις μέρες των γιορτών και  ήταν στις υποχρεώσεις της, πρωτοστατούντος του  Ζεβεδαίου, η συμμετοχή και η χορηγία της στο τοπικό καρναβάλι και στο γενιτσαρίστικο χορό.
   Πολλά χρόνια αργότερα, έμαθα ότι κάποιος πατρινός συγγενής μας,  παρομοίαζε το Ζεβεδαίο και δυο άλλους συντοπίτες του με τους τρεις ιεράρχες και αναζητούσα ερείσματα γι αυτό τον θρησκευτικό  χαρακτηρισμό. Αλλά, μόνο σε μια περίπτωση είδα το όνομά του να αναγράφεται, μαζί με άλλους οινοπώλες της δεκαετίας του 1930, στους χορηγούς για την ανέγερση της παραλιακής εκκλησούλας του Αγίου Παντελεήμονα.
    Σκέφτομαι, αν πράγματι κάτι πιο πνευματικό ήθελε να εκφράσει αυτός ο συγγενής μου. Αν η επίκληση των ιεραρχών μπορεί να αφορούσε και μια πιο παλιά θρησκεία, ίσως απομεινάρι αρχέγονης λατρείας του Διονύσου, που όμως πάντα αποτελούσε το βαθύτερο υπόστρωμα σε ό,τι αποκαλούμε συνεκτική και ζωντανή ιστορία  της  πόλης.
                                                                                                    Νίκος Μπακιός                        

Δεν υπάρχουν σχόλια: