22/7/12


ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΙΑΚΩΒΟ
      Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι έγινε αυτός ο άνθρωπος. Κάποιοι έλεγαν ότι σκοτώθηκε σε κάποια μάχη του εμφυλίου. Άλλοι ότι έφυγε μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στις ανατολικές χώρες. Ακόμη και οι συγγενείς του δεν ήξεραν κάτι σχετικό.
     Σε λίγα χρόνια, όταν θα έχουν πεθάνει όλοι οι άνθρωποι της γενιάς του, κανείς δεν θα υπάρχει για να θυμάται τον Ιάκωβο. Ένα πρόσωπο που είχε ενεργή δράση στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου, στην κωμόπολη.
     Από πληροφορίες που μάζεψα, έμαθα ότι, γεννημένος το 1910 στη Σκάλα της Κεφαλονιάς, ήλθε να δουλέψει στα χωράφια του κάμπου,  μετά τη θητεία του στο στρατό και φαίνεται ότι ήδη ήταν μυημένος στις ιδέες του αριστερού κινήματος.  Μπορεί και να ήλθε  «εντεταλμένος»  του κόμματος για να δράσει στην περιοχή της πεδινής Ηλείας.       
        Υπάρχουν ακόμη κάποιοι που τον θυμούνται για τελευταία φορά. Ήταν 8 Ιουνίου το 1948. Τον είδαν εκείνο το πρωινό, όσο διαρκούσε η μάχη και μετά έφυγε οριστικά μαζί με τους αντάρτες. Ξερακιανός με σοβαρό πρόσωπο, μέτριο ανάστημα, φορούσε πάντα μια τραγιάσκα.  
      Ήξερε  για τα γεγονότα που εξελίχθηκαν.  Είχε μελετήσει μαζί με άλλους τη  σύνθεση του πληθυσμού και την κατάσταση της αγροτικής τάξης. Ήξερε τις εσωτερικές αντιθέσεις και τις κλίκες των εξουσιαστών στην περιοχή, την ιστορία και τα πρόσωπα. Ήταν ο ιδεολόγος, το μέλος του κόμματος που το πιθανότερο  δούλευε ως «στρατολόγος» του Δημοκρατικού Στρατού.  
     Πολλές φορές  ένιωθα ένα νήμα  να με συνδέει με τον άνθρωπο αυτόν, που χάθηκε για πάντα  εκείνη την ταραγμένη περίοδο.   Κάποτε οι πληροφορίες ήσαν λειψές κι ενώ κανένας δεν βρέθηκε να μου μεταφέρει το πνεύμα και την βαθύτερη συνέχεια,  ενδόμυχα αισθανόμουνα να επικοινωνώ μαζί του με τρόπο μη συμβατικό.  
     Διαισθανόμουνα τα σχετικά με την προσφορά και τα χνάρια που άφησε στο διάβα του στην κωμόπολη, ακόμη και με τη σιωπή και τη διαχρονική απουσία του. Και θεωρούσα αυτόν κατά έναν τρόπο πρωταγωνιστή στο δράμα των αντιθέσεων που συμπυκνώθηκαν κάποια ιστορική στιγμή σ΄ αυτόν τον χώρο. 
     Κάποτε, ανεβασμένος στην ταράτσα του σπιτιού μου παρατηρούσα την φύση  την ώρα που ξημέρωνε, ήταν την ίδια μέρα και ώρα που είχε ξεκινήσει  η ιστορική μάχη. Άκουγα τα σκυλιά να αλυχτάνε κι έβλεπα το παλιό κτίριο της χωροφυλακής, στον ίδιο χρόνο, όπου ο χίτης πρόβαλε στο παράθυρο και φώναξε στους αντάρτες : «πίσω πουτάνες,  σας φάγαμε!».  Και αμέσως μετά δέχτηκε  στο κούτελό του μια σφαίρα. Αλλά,  η σφαίρα  αυτή δεν ήταν από  τα όπλα των ανταρτών.  
      Τι έγινε ο Ιάκωβος στη συνέχεια; Βρέθηκε πράγματι  στην Τιμισοάρα, όποιος κάποιος συγγενής του υποστηρίζει και πέθανε εκεί το 1990, αφού πρώτα απέκτησε δική του οικογένεια; Πόσο έγκυρες και ακριβείς είναι αυτές οι πληροφορίες, αναρωτιόμουνα.
      Αλλά και πάλι φανταζόμουνα ότι, ο άνθρωπος αυτός μπορεί κάποτε να επισκέφτηκε την κωμόπολη. Μπορεί κάποια νύχτα  να γύρισε στα ίδια σημεία που έζησε τα ταραγμένα εκείνα χρόνια της νεότητάς του.  Σιωπηλά με τα άσπρα του μαλλιά να ανεμίζουν στην παγωνιά μιας χειμωνιάτικης νύχτας να αντίκρισε  τα ίδια σπίτια που ήξερε.
        Ήμουνα σχεδόν βέβαιος για τη διαδρομή του, τα σημεία που επισκέφτηκε. Θα κοίταξε πρώτα αν υπάρχει η παλιά βρύση μπροστά στο Πονηρέϊκο σπίτι, μετά πήγε στο σταυροδρόμι που κάποτε έσφιγγε από ζωή.  Βρέθηκε στη μικρή πλατεία  Γιαννάτου.  Τίποτα πια δεν θύμιζαν την παλιά κωμόπολη.
      Τα βήματά του τον οδήγησαν έξω από το σπίτι που έμενε, κοντά στο νεκροταφείο. Εγκαταλειμμένο και έρημο, χωρίς τις φωνές των ανεψιών του, των ορφανών που με δυσκολίες ανάστησε.
       Θα προχώρησε ύστερα  στην κεντρική πλατεία και στο τέλος θα έφτανε στο σταθμό του τρένου. Εκεί κουρασμένος πια  θα  ξανάφερνε στη μνήμη  όλα τα γεγονότα που τον συνέδεαν με τον τόπο αυτό.   
       Τελευταία, πήρα μια νέα  πληροφορία για τη ζωή του. Κάποιος  μου είπε ότι τον ήξερε. Ότι ήταν στενός φίλος του πατέρα του. Ότι ζούσε  στη Λαμία με το κοινό όνομα «Γιώργος», ότι παντρεύτηκε εκεί  και έχει πεθάνει πριν από δέκα χρόνια.
         Όμως εγώ δεν ήθελα να πιστέψω σ΄ αυτή την εκδοχή, γιατί έπρεπε ταυτόχρονα να δεχτώ ότι αυτός ο άνθρωπος έζησε με νέο πρόσωπο τις πιο δύσκολες στιγμές των επαναστατών της γενιάς του. Αρνούμενος να συμβιβαστεί έζησε σε «εσωτερική φυλακή», με απόκρυφο όνομα και καταγωγή και  εξόριστος  από τα ίδια τα αισθήματά του.
        Ίσως ασυνείδητα, επιθυμούσα να  είχε συμβεί μια άλλη εκδοχή,  ότι  μετά από  ένδοξη μάχη του Δημοκρατικού Στρατού, σε κάποια κορφή του Ερύμανθου,  με ανεξίτηλα γράμματα έχει γραφτεί: «επαναστατών πάσα γη τάφος». 
                                                                                                  Άγγελος Ζαχαριάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: