28/3/09

ΕΝΑΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Συναντιόμαστε τα πρωινά, ενώ κατευθύνομαι στην εργασία μου, κοντοστέκομαι για λίγο στο μαγαζί του που είναι στο δρόμο μου. Ανταλλάσουμε εν συντομία τις πρώτες σκέψεις της ημέρας και μερικές φορές κάποιες πληροφορίες.
Αυτός πάντα σκυμμένος στο αντικείμενο της εργασίας του. Πότε σουβλίζει ένα κομμάτι δέρμα ή με τη φαλτσέτα του το κόβει και άλλοτε ράβει επιδιορθώνοντας ένα παλιό παπούτσι με σπάγκο που πρώτα έχει τρίψει με κερί. Με τα ίδια μέσα εργασίας και την ίδια μέθοδο είκοσι πέντε χρόνια που τον παρατηρώ.
Και η εργασία αυτή συνεχίζεται, από ότι γνωρίζω, εξήντα πέντε χρόνια ακατάπαυστα, με τον ίδιο ρυθμό και παραγωγικότητα.
Βέβαια, μια μικρή επανάσταση έχει συντελεστεί στην παραγωγική δύναμη της εργασίας του, με την είσοδο δύο ηλεκτροκίνητων μηχανών στον εργασιακό χώρο την τελευταία τεσσαρακονταετία, που συνέβαλαν στη μείωση του χρόνου παραγωγής των εμπορευμάτων του.
Μπροστά στον τεχνίτη βρίσκεται ένας μικρός πάγκος. Είναι ο ίδιος που τον συντροφεύει όλα τα χρόνια της δουλειάς του, που πάνω του ακουμπάει όλα τα σύνεργα της δουλειάς του. Μοιάζει ο ίδιος πάγκος που δείχνει μια παλιά φωτογραφία του εργαστηρίου, μάλλον του 1950 και βρίσκονται γύρω του δυο τσαγκάρηδες, μια γαζώτρια και ένας μαθητευόμενος. ΄Ολοι συγκεντρωμένοι με αφοσίωση θρησκευτική στην εργασία τους και κανένας να μην χαζεύει τον φακό.
Ο πάγκος αυτός είναι ένα ευτελές από πρώτη άποψη κατασκεύασμα, που οι σανίδες του όμως έχουν ποτιστεί από τον ιδρώτα και τους καημούς δυο γενεών μαστόρων.
Γύρω από το ξύλινο πάγκο μαζεύονται τα μεσημέρια συνήθως διάφοροι φίλοι του παλαίμαχου τσαγκάρη, κυρίως χαρακτηριστικοί τύποι της κωμόπολης που πίνοντας το ούζο τους σχολιάζουν την επικαιρότητα, τοπική ή παγκόσμια.
Παλιότερα σύχναζαν εκεί τύποι όπως ο Νύσος, ο Αυγερινός, και ο «Νομάρχης», που έχουν πεθάνει και άφησαν εποχή με τα αστεία και το χιούμορ που διέθεταν.
Στο χώρο αυτό, δημιουργείται μια ατμόσφαιρα λίγο ονειρική τις χειμωνιάτικες νύχτες, μετά το σούρουπο, όταν μπερδεύονται οι χρόνοι και τα συναισθήματα για πρόσωπα και γεγονότα πρόσφατα ή παρελθόντα.
Και σαν επίλογος των σοβαρών συζητήσεων, έρχονται τα πειράγματα σχετικά με τις ιδιοτροπίες και τις συνήθειες των μελών της παρέας, που θυμίζουν λίγο του «Ευέλπιδες» του Καρκαβίτσα.
Εδώ, ερχόταν κάποτε και ένας παλιός κομμουνιστής που έλεγε: «Γέρο μου, στον πάγκο αυτό πέρασαν πολλοί καθηγητές πανεπιστημίου», εκτιμώντας σίγουρα την επικοινωνιακή δυνατότητα αυτού του χώρου.
Πολλές φορές προβληματίστηκα για την πηγή της ψυχικής δύναμης του χειροτέχνη υποδηματοποιού και για το ανεξήγητο γεγονός της μακρόχρονης παραμονής του στις ενεργές δυνάμεις της εργασίας.
Η δική του εξήγηση και εκδοχή, όσες φορές τον έχω ρωτήσει, είναι ότι στην εργατικότητα μοιάζει στη μάνα του, που εγκαταλείποντας γριά πια τα ενδιαφέροντα και τις καθημερινές της οικιακές ασχολίες έχασε ταυτοχρόνως και κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή.
Θεωρώντας όμως πιο ισχυρά τα κοινωνικής προέλευσης χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, και όχι αυτά της κληρονομικότητας, για την αιτιολόγηση αυτού του φαινομένου εργατικότητας, κατέληγα σε άλλη κατεύθυνση στην σκέψη μου.
Και επειδή το εισόδημά του είναι ευρωστότερο από αυτό του ημερομισθίου εργάτη, αλλά και η παραγωγική του θέση δεν τον κατατάσσει στις τάξεις του προλεταριάτου, παρά το σκληρό χαρακτήρα της εργασίας του, ευστοχότερο θεωρούσα ο εργαζόμενος αυτός να ενταχθεί στις δυνάμεις των ανεξάρτητων μεμονωμένων παραγωγών, απομεινάρι ίσως προκαταπιταλιστικών σχέσεων. Γεγονός που εξηγεί ως ένα βαθμό το αδιάλειπτα ζωηρό εργασιακό του ενδιαφέρον.
Αλλά, νομίζω στην περιοχή της συνείδησης, στην ιδιαίτερη κουλτούρα και την προσωπική του φιλοσοφία θα πρέπει να αναζητηθούν πειστικότερες εξηγήσεις.
Το δωδεκάχρονο ξυπόλυτο αγόρι, που έγινε κάλφας, στο εργαστήρι του μαστρο-Αγγελή, ασκήθηκε στο κοινωνικό σχολείο της παραγωγικής εργασίας, με ελάχιστη κρατική φροντίδα και εκπαίδευση.
Αυτός, βλέπει μερικές φορές τον εαυτό του στα Αλβανάκια Ρομά, που γυρίζουν ξυπόλυτα στους δρόμους και σχολιάζει για την κοινωνική καθυστέρησή τους: «έτσι ζούσαμε και μεις τη δεκαετία του 30 και την περίοδο της γερμανικής κατοχής, αλλά με την εργασία προοδεύσαμε».
Παρατηρώντας το σφρίγος του οσονούπω ογδοηκοντούτη εργατικού αυτού ανθρώπου, το νεύρο και το περιπαικτικό ύφος του πνεύματός του, την κοινωνικότητα, την αποδοχή των φίλων του και προπαντός την εκτίμηση των πελατών του, οδηγούμε σε συμπεράσματα ευρύτερης σημασίας.
Είναι κάποιες φορές που καταλαβαίνω διαφορετικά αυτό τον άνθρωπο. Μοιάζει να παίρνει μια διάσταση υπερβατική, σύμβολο μιας άλλης εποχής, δημιούργημα κι αυτός μιας ανώτερης παραγωγικής δύναμης, που έχει εισχωρήσει στο δικό του σώμα και στην ύλη των μετέπειτα δημιουργημάτων του.
Αγ. Ζαχαριάδης