19/9/08

Ο ΞΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

Στο Παρίσι βρίσκεται πάνω από σαράντα χρόνια μετανάστης ένας ξάδελφός μου. Το οικογενειακό του παρατσούκλι είναι «Μποντές» και μερικές φορές σκέφτομαι μήπως ήταν και αυτό ένας λόγος της αποδημίας του. Γιατί πράγματι μοιάζει για γαλλικό, αν βέβαια αφαιρέσουμε το τελικό σίγμα.
Πλήθος γνωστών και φίλων τον επισκέφτηκε τα χρόνια αυτά και όλοι μιλούν για το αίσθημα φιλοξενίας που τον διακρίνει. Ακόμη και ο Δημητράκης, κυνηγημένος από το καθεστώς της χούντας, τον συνάντησε κάποιο απόγευμα στην πλατεία Δημοκρατίας και κουβέντιασε μαζί του σε κάποιο καφενείο.
Βρέθηκα κάποτε κι εγώ με τη συμβία μου στην πόλη του φωτός και όταν το έμαθε αυτός, έτρεξε να μας παραλάβει από το ξενοδοχείο, χωρίς συζήτηση, θεωρώντας απαράδεκτο να μένουμε αλλού όταν διέθετε σπίτι για φιλοξενία. Πιστός στην παράδοση, μας παραχώρησε και το κρεβάτι του ακόμη, θέλοντας να αισθανθούμε όσο γίνεται πιο άνετα.
Και δεν είναι η καλοσύνη μόνο που τον διακρίνει γιατί κουβαλάει στον τόπο διαμονής του ολόκληρη την κουλτούρα της δικής μας περιοχής, αναλλοίωτη και ζωντανή.
Εννοώ την κουλτούρα που περικλείει τα πιο σπουδαία συνθετικά και παράγωγα της λέξης φιλία, όπως: φιλομάθεια, φιλειρηνικότητα, φιληδονία, επικούρεια βέβαια, αλλά και φιλοπατρία έναντι της μικρής κωμόπολης που τον γέννησε κι έζησε τα παιδικά του χρόνια. Για την φιλογυνία του, λέγεται δε, ότι κάποτε έφτασε με το λεωφορείο στην Κόρινθο ακολουθώντας την πορεία μιας όμορφης γυναίκας.
Αλλά, αισθάνομαι την ανάγκη στη φιλοπατρία του περισσότερο να σταθώ. Γιατί από όλα πιο πολύ, στο Παρίσι όταν βρέθηκα, θυμάμαι τις αναφορές του στον τόπο και τα πρόσωπα της πατρώας γης και λιγότερο τα μέρη που μας έδειξε, όσο υπέροχα και να ήταν.
Από τη πρώτη μέρα που μας ξενάγησε, όταν μας πήγαινε στα διάφορα σημεία της πόλης, δεν ξεχνούσε να ρωτήσει για τους παιδικούς του φίλους και να μας διηγηθεί κάποιο περιστατικό που συνέβη στον παρελθόν, πριν γίνει μετανάστης.
΄Ετσι, όταν αντίκριζες μπροστά σου το Σηκουάνα ή την Παναγία των Παρισίων αυτός σου μιλούσε για τις παιδικές του αναμνήσεις, εκεί στην παραλία του Αϊ Θανάση. Για την παρέα του, τον Ανδρέα, το Θόδωρο και τον Κωστάκη, με μια φραντζόλα ψωμί, τυρί, ντομάτες και τσιγάρα να τρέχουν με τα ποδήλατα στον ηλιοκαμένο δρόμο της θάλασσας για μπάνιο και περιπέτεια, κρυφά από τα σπίτια τους και το σχολείο.
Και στα Ηλύσια πεδία θυμήθηκε τους τόπους που γεννήθηκαν οι εφηβικοί έρωτές του, με την Γεωργία να περιμένει πίσω από το κλειστό παράθυρο.
Δεν χάνει ευκαιρία και σε μεταφέρει νοερά στην παραλία με την ψιλή άμμο και τα μικρά σπασμένα κεραμίδια, απομεινάρια των αρχαίων τάφων, με τα όμορφα ηλιοβασιλέματα, στο βάθος του ορίζοντα να βλέπεις τον Αίνο της Κεφαλλονιάς και να φαντάζεσαι τον Οδυσσέα να φτάνει με τα πλοία του στην Κυλλήνη, έτοιμος να σαλπάρει για την Τροία.
Εκεί, στην πλατεία Πιάφ, στην Πορτ-Μπανιολέ, όπου ζεί τα τελευταία χρόνια, αισθάνεσαι όταν βρεθείς μαζί του για ποτό, όπως παλιά στην πλατεία του Αϊ Δημήτρη. Τότε ξαφνικά, αυτός φεύγοντας με τη φαντασία του, θυμάται τον Φίλιππα και τα αστεία με τις ατάκες που αραδιάζει.
Αλλά, πάντοτε θυμάται σαν αδελφό τον παιδικό του φίλο Αντωνάκη.
Μα κι όταν στον τόπο μας κάποτε συναντηθούμε, πάλι σου μιλάει αυτός για την πατρίδα των παιδικών μας χρόνων.
Σκέφτομαι πολλές φορές μήπως αυτή είναι και η μόνη μας πατρίδα. Μήπως μια ιδέα είναι δηλαδή, βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μας, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει, σε όποιους τόπους αν κατ’ ανάγκη βρεθήκαμε. Η μνήμη των παιδικών μας χρόνων, που είναι η μνήμη των χαμένων πρώτων αισθήσεων.
Είναι η δική μας Ιθάκη, όταν κοιτάζεις για πρώτη φορά τη θάλασσα και ακούς τον ήχο των κυμάτων, όταν τα ρουθούνια σου γεμίζουν από την αλμύρα και την αχνιστή μυρωδιά, που βγαίνει από τις σάλτσενες γύρω σου.
Ο ξάδελφός μου μένει κοντά μας, πάντα φεύγοντας και μου θυμίζει τα αισθήματα και τα λόγια μιας μετανάστριας, παλιότερης γενιάς, στην Αργεντινή μακριά, που συνήθιζε να λέει : «μόνο στον Ηλειακό κάμπο γίνονται τα πιο νόστιμα και γλυκά πεπόνια».

Αγγ. Ζαχαριάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: