15/12/23

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024,ώρα 8μμ,στο Καφέ-ΟΣΕ Λεχαινών

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΦΡΑΓΜΑ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΡΙΤΗ 2 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024 ,ΩΡΑ 8ΜΜ,ΣΤΟ ΚΑΦΕ ΟΣΕ ΛΕΧΑΙΝΩΝ 

Σας καλούμε την Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024 ,ώρα 8μμ, στο Καφέ-ΟΣΕ Λεχαινών στην παρουσίαση της νέας ποιητικής συλλογής του Διονύση Κράγκαρη "Η επείκεια των καιρών".Πρόκειται για μια ιδιωτική έκδοση εκτός εμπορίου ,η οποία το βράδυ της εκδήλωσης θα διανεμηθεί δωρεάν στους παρισταμένους.

Στην εκδήλωση αυτή θα ακουσθούν ποιηματα της συλλογής μελοποιημένα από τον Χρήστο Ντάντο, >,

17/5/21

Άγγελος Ευθ.Αγγελόπουλος: ένα αφήγημα ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΟΥ ΦΟΝΙΚΟΥ

Η Μαρία κρυφοκοίταζε τον πατέρα της που χάιδευε το όπλο. Το έβγαζε πολλές φορές από τη δερμάτινη θήκη του, το έκανε κομμάτια και μετά το συναρμολογούσε. Το καθάριζε με επιμέλεια, το ακουμπούσε σχολαστικά στο τραπέζι και το γυάλιζε με προσοχή κι αυτό άστραφτε σαν καινούργιο. Ήταν ένα πιστόλι μάουζερ τσέπης, με γεμιστήρα στο κάτω μέρος της λαβής του. Το είχε φέρει ο πατέρας της Μαρίας από τον πόλεμο στη Μικρά Ασία και το έκρυβε χρόνια στο σπίτι του. Ήταν γι’ αυτόν ένα προσωπικό του αντικείμενο, ένα είδος κειμηλίου, που του θύμιζε τις δύσκολες μέρες που είχε περάσει. Το είχε πάρει λάφυρο από ένα σκοτωμένο Τούρκο αξιωματικό, σε μια μάχη κοντά στον Σαγγάριο ποταμό, το 1921. Το κουβάλησε με τα άλλα πράγματα στην επιστροφή στο χωριό του χωρίς να το αναφέρει σε κανέναν. Για χρόνια μετά το καμάρωνε χωρίς να το χρησιμοποιήσει ποτέ του. Του θύμιζε τα νιάτα του, εκείνα τα χρόνια που πολέμησε στην Μ. Ασία, χωρίς όμως να τον ενδιαφέρει η προηγούμενη ιστορία του όπλου. Τι τον έκανε να το δείξει στον συγχωριανό του, τον Τέλη ; Κανείς δεν ξέρει πια, ούτε ο ίδιος είχε καταλάβει γιατί. Μπορεί και από ματαιοδοξία, ίσως για να κάνει επίδειξη. Μπορεί να ήθελε να τον υπολογίζει και να τον φοβάται ο άλλος. Ωστόσο στο βάθος του μυαλού του να σκεφτόταν ότι κάποτε θα βρισκόταν στην ανάγκη και η πείνα θα τον έκανε να το αποχωριστεί πουλώντας το. Ο Τέλης ήταν ο πιο πλούσιος στο χωριό, ίσως και σ’ όλο τον κάμπο. Τον είχε υιοθετήσει ο θείος του, γιατί ο φυσικός του πατέρας χάθηκε στις αρχές του αιώνα μετανάστης στην Αμερική. Φήμες λέγαν ότι απέκτησε εκεί μια νέα οικογένεια. Τη δεκαετία του τριάντα πολλά ψιθυρίζονταν για τη σχέση του Τέλη με τη θεία του. Αργότερα, στην κατοχή, λένε συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και μπλέχτηκε με τη μαύρη αγορά και το λαθρεμπόριο. Μετά ήρθε ο εμφύλιος και τάχθηκε ανοιχτά με τον αντικομμουνιστικό «αγώνα». Πήγε τότε, τα χρόνια της λευκής τρομοκρατίας ένα βράδυ και βρήκε τον Νίκο, τον πατέρα της Μαρίας, στο σπίτι του και του ζήτησε επιτακτικά το όπλο. «Δώσε μου το, του είπε, γιατί αλλιώς θα έχεις κακά ξεμπερδέματα». Κι αυτός με πόνο ψυχής και φόβο του το έδωσε χωρίς να τολμήσει να ζητήσει κάποια αποζημίωση. Πώς αισθάνθηκε τότε! Σαν να του πήραν ένα κομμάτι από την προηγούμενη ζωή του! Αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν τόλμησε, δεν έβγαλε τσιμουδιά. Οι δυο τους γνωρίζονταν από μικρά παιδιά, μα ο άλλος δεν πολέμησε στην Μ. Ασία και δεν είχε ποτέ δουλέψει σκληρά στα χωράφια για να ζήσει την οικογένειά του. Χωρίς να το συζητούν ξέραν μεταξύ τους καλά ότι στο βάθος ήταν πολιτικά αντίπαλοι. Για το Νίκο όλοι ξέρανε στο χωριό ότι είχε συμπάθεια στην κατοχή στο ΕΑΜ μα δεν εκδηλωνόταν δραστήρια. Περίμενε χρόνια πολλά να ομαλοποιηθεί κάπως η κατάσταση για να ξαναζητήσει το όπλο του, να το κάνει πάλι δικό του με κάποιο τρόπο. Πέρασε ο καιρός. Είχε τελειώσει πια ο εμφύλιος και τα πράγματα είχαν ηρεμήσει στο χωριό. Δεν ήξερε τι είχε μεσολαβήσει και δεν ήταν σίγουρος πια ότι με την ίδια λαχτάρα, όπως παλιά, θα το έσφιγγε στα χέρια του. Έφτασε πολλές φορές ως την άκρη της πλατείας, που εκεί κοντά ήταν το διώροφο σπίτι και το καφενείο του Τέλη. Είχε σκεφτεί όλες τις πιθανές εκδοχές και τα επιχειρήματα που θα χρησιμοποιούσε για να ζητήσει την επιστροφή του όπλου του. Θα πλήρωνε ακόμη, αν χρειαζόταν, για να αποφύγει τον καυγά, αλλά δίσταζε και κάτι τον εμπόδιζε στην οριστική του διεκδίκηση. Ένα πρωί που το ημερολόγιο έγραφε 26/6/1964 κι αυτός έδειχνε να το έχει αποφασίσει οριστικά, σαν έφτασε στη μικρή πλατεία του χωριού, τότε ήταν που έμαθε το γεγονός. Την άλλη μέρα το έγραψαν, στα πρωτοσέλιδα, οι αθηναϊκές εφημερίδες. «Έγκλημα στον κάμπο: Τραγωδία στην μικρή κοινότητα. Πατέρας σκότωσε τις δυο κόρες του και τη γυναίκα του, για λόγους τιμής και μετά αυτοκτόνησε». Οι φωτογραφίες έδειχναν τα πτώματα σε μια λίμνη αίματος πάνω στο ξύλινο πάτωμα και σε μια άκρη πεσμένο το όπλο του φονικού. Ήταν ο Τέλης, οι κόρες κι η γυναίκα του. Και το πιστόλι ήταν αυτό που παλιότερα είχε γίνει λεία με ληστρική αρπαγή. «Τέτοια όμορφα κορίτσια, σαν τα κρύα νερά, τα πιο όμορφα του χωριού και να πεθάνουν από το χέρι του πατέρα τους!» έλεγε η Μαρία με άσπρα μαλλιά πια στη συγγένισσά της Σοφία, θυμούμενη τις σκοτωμένες συνομήλικές της κοπέλες, με θλίψη, πολλά χρόνια αργότερα. Κι ύστερα σκεφτόταν τον δικό της πατέρα με την ίδια απορία. Γιατί κουβάλησε από τόσο μακριά ένα πιστόλι; Αναρωτιόταν ποιά ήταν εκείνη η δύναμη που τον έσπρωξε να το πάρει μαζί του, ως την άλλη άκρη του κόσμου, στο χωριό του και στο τέλος να γίνει το μοιραίο όπλο αυτού του αποτρόπαιου φονικού….

25/4/21

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

Τότε, ήμουν ένα δωδεκάχρονο αγόρι που αθώα ρώτησε «γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι». Και πού πολύ αργότερα κατάλαβε την απάντηση του πατέρα: «δεν πεθαίνει ο άνθρωπος, το άτομο πεθαίνει». Ρώτησα ακόμη αν υπάρχει θεός κι αυτός μου απάντησε: «ναι, πρέπει να υπάρχει μια ανώτερη δύναμη». Την προηγούμενη νύχτα ήταν Μ. Παρασκευή και σαν όνειρο μου φαίνονταν αυτά που είχα δει και ζήσει με τον επιτάφιο και ίσως γι’ αυτό, όπως ο πρίγκιπας Σιντάρτα, ρώτησα για να καταλάβω το λόγο που πεθαίνουν οι άνθρωποι. Ήταν μια νύχτα διαφορετική που έμεινε στη μνήμη μου για πάντα. Μπροστά πήγαινε η φιλαρμονική και παιάνιζε πένθιμα. Οι καμπάνες των δυο εκκλησιών ηχούσαν κι αυτές πένθιμα. Ακολουθούσε ο επιτάφιος και ο κόσμος τον συνόδευε. Οι δυο ενορίες σαν δυο ποτάμια ενώθηκαν και οι δυο παπάδες, ο Χρυσόστομος και ο Αθηνόδωρος, έσμιξαν τις φωνές τους αρμονικά ψέλνοντας τις νεκρώσιμες ακολουθίες. Του ενός η γλυκιά φωνή συνδυάζονταν με τη στεντόρεια του άλλου. Οι επιτάφιοι στολισμένοι με άνθη διέσχιζαν τους κεντρικούς δρόμους της κωμόπολης κι έσμιγαν με τις ευωδίες των ανθισμένων κήπων. Έβλεπες τα σπίτια φωτισμένα και την ανθρώπινη πομπή να φωτίζεται κι αυτή αχνά από κεριά ή φαναράκια. Στο τέλος, η νεκρώσιμη ακολουθία έφτασε στον περίβολο του κοιμητηρίου. Εκεί μια μεγάλη φωτιά έκαιγε και φώτιζε τη νύχτα. Ήταν η φωτιά της Κέλπως. Η Κέλπω ήταν η γιαγιά ενός συμμαθητή μου, που πάντα αυτή τη μέρα συνήθιζε να ανάβει αυτή την τεράστια φωτιά, για να φύγουν τα κακά πνεύματα. Οι πιστοί στριμώχνονταν στην είσοδο και ύστερα έμπαιναν στο χώρο του νεκροταφείου. Χαιρετιόνταν μεταξύ τους κι άναβαν κεράκια που τα άφηναν στους τάφους των συγγενικών τους προσώπων. Πώς μες στο σκοτάδι φαίνονταν τα πρόσωπα! Πώς έμοιαζαν διαφορετικά, όταν το κερί τρεμόπαιζε στον άνεμο και αμυδρά φώτιζε το γύρω χώρο! Η φλόγα της φωτιάς σκόρπιζε λες υπερκόσμια λάμψη και φως που σε έσπρωχνε σε μια αίσθηση πιο πέρα από την κατάνυξη, ήταν σαν να επικοινωνούσες με μια άγνωστη δύναμη που ήλθε η ώρα της να αποκαλυφθεί. Ήταν μια δύναμη αρχέγονη αυτό που σε συνένωνε με το χώρο, τους ανθρώπους, τις ψαλμωδίες και τη φωτιά. Και τα μνήματα ένιωθες δεν έδιναν μόνο αίσθηση πένθιμη, καθώς ήταν οι χαιρετισμοί και κάποτε οι θερμοί ασπασμοί και εναγκαλισμοί των προσκυνητών που ζέσταιναν την κρύα ατμόσφαιρα της νύχτας. Ήταν κι ο χώρος του νεκροταφείου που έπαιρνε μια άλλη διάσταση, καθώς η συνολική εικόνα και ο ήχος του πλήθους των ανθρώπων εκείνη τη στιγμή έμοιαζε με χαιρετισμό στην αέναη κίνηση της ζωής και με μυστικό μήνυμα στην αναδυόμενη άνοιξη. Την επόμενη μέρα, περπατούσαμε στην εξοχή με τον πατέρα μου, ήταν Μ. Σάββατο πρωί, σε κείνο το δρόμο που ήταν χωμάτινος και κατά τόπους συναντούσες λακκούβες με νερό. Ο δρόμος σε οδηγούσε στις Αλυκές. Η βλάστηση οργίαζε, ήταν άνοιξη και πρασίνιζε όλος ο κάμπος. Τα πουλιά κελαηδούσαν στα κλαδιά και τα έντομα γεύονταν τους χυμούς των πρώτων λουλουδιών. Πρώτα, μου έδειξε το κτήμα του Περικλή του «Ξύλινου». Το κανονικό του όνομα ήταν Πανόπουλος, μου εξήγησε. Αυτός, είχε προπολεμικά κατασκευάσει μόνος του ένα ξύλινο αεροπλάνο, που ήταν μια τεχνική αποτυχία. Στο τέλος με το πέταγμά του κατέληξε μέσα σε έναν τράφο, γι’ αυτό μετά οι συντοπίτες του τον σατίριζαν: «Ο Περικλής ο Ξύλινος με τις ψηλές αρίδες του, που έχασε τα παπούτσια του μες στις αφαλαρίδες». Το κτήμα του Ξύλινου στο βάθος ήταν γεμάτο ψηλά δένδρα. Ένα πλίνθινο διώροφο σπίτι ήταν ανάμεσά τους που έμοιαζε με σπίτι παραμυθιού. Φανταζόμουν ότι κατοικούσαν εκεί νεράιδες και ξωτικά, που κρύβονταν στις σκιές και στα φυλλώματα των δένδρων. Οι τράφοι στο δρόμο είχαν ακόμη νερό και φύτρωναν βάτα και κάποια χωράφια, για σύνορα, είχαν τεράστιους αθάνατους. Μου εξήγησε «τους λένε αθάνατους, γιατί ζουν αιώνια». Ύστερα ο πατέρας μού έδειξε τους ασφόδελους, τα φυτά που έχει ο κάτω κόσμος. «Στην Οδύσσεια, αναφέρει ο Όμηρος, οι ασφόδελοι φύτρωναν στους τάφους κι έτρεφαν τις ψυχές», μου είπε. Στην εξοχή μοσχοβολούσαν τα άνθη της λεμονιάς και της πορτοκαλιάς. Στον καταγάλανο ουρανό ακίνητα έμεναν κάτι στρογγυλά σύννεφα που στην πλάτη τους χρύσιζαν οι ακτίνες του ήλιου. Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος