30/7/16




                                        ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ


Γράφει ο Νίκος Μπακιός
     Τελευταία θυμήθηκα έντονα το φίλο μου Γιάννη Δημάκη, το ζωγράφο. Προσπαθούσα από παλιότερα να γράψω κάτι σχετικό γι αυτόν, αλλά δεν μου ταίριαζε τίποτα. Έβγαιναν κλαψιάρικα μηνύματα, όπως συμβαίνει για κάποιο τεθνεώτα γνωστό μου.
   Ήταν όμως πράγματι φίλος μου ο Γιάννης;  αναρωτιόμουνα. Τον γνώριζα από παιδική ηλικία. Τον έβλεπα σκυμμένο, να κάθεται στην αυλή του σπιτιού του και να αναμιγνύει με πάθος χρώματα, παράγοντας μαγικές συνθέσεις άγριου θαλασσινού τοπίου.
    Τον θυμάμαι έφηβο στο Γυμνάσιο να ασκείται επίμονα στο άλμα επί κοντώ, με όλα τα πρόχειρα μέσα που διέθεταν στο σχολείο και αργότερα όμορφο νεαρό άνδρα στην παραλία, με το λεπτό του σώμα και το μοντέρνο του μαγιό, να σουλατσάρει φλερτάροντας τις κοπέλες της δεκαετίας του ’70.
   Αλλά νομίζω ότι, ο Γιάννης μπήκε δυναμικά στην κοινωνική σκηνή  στη μεταπολίτευση, αμφισβητώντας τους πάντες και τα πάντα στην κωμόπολη, διακηρύχνοντας πολύ ηχηρά την ταύτισή του με τον ντανταϊσμό και τη συμπάθειά του στην τέχνη του σουρεαλισμού.
   Σκέφτομαι ότι, με την πλατιά έννοια ήταν πράγματι ένας φίλος μου, ακόμη και αν δεν υπήρχε η τακτική καθημερινή επικοινωνία και συναναστροφή. Είμαστε παιδιά μιας αδιαίρετης υπαρξιακής ανάγκης. Είμαστε, μαζί με άλλους, μέλη ενός μορφωτικού συλλόγου, στα Λεχαινά, που φαίνεται δεν έχει φτάσει ακόμη η ώρα για να αποτιμηθεί η κοινωνική προσφορά του.

   Κάποτε, στην πρωτεύουσα μου είπανε ότι γνώριζαν καλά δυο πολύ δραστήριους συλλόγους  της επαρχίας. Ο ένας ήταν αυτός των Λεχαινών, που έφερε το όνομα του συγγραφέα Ανδρέα Καρκαβίτσα και ο άλλος σύλλογος ήταν στην Χαλκίδα.  Ο πρώτος, ξέρω καλά, πως έσπειρε καινά δαιμόνια και τάραξε τα νερά της κοινότητας. Και ήταν ο Γιάννης  που πρωτοστάτησε σ’ αυτό. Δεν υπήρχε εκδήλωση και πολιτιστικό γεγονός που να μην συμμετείχε με το δικό του μοναδικό και ιδιαίτερο τρόπο.
    Και το αποκορύφωμα της κοινωνικής παρουσίας του ήταν το τοπικό καρναβάλι με τα σατυρικά άρματα, που αυτός μόνος του κατασκεύαζε.
    Αλλά ξεχώρισε, κυριαρχικά πια, το πνεύμα της ανατρεπτικής σκέψης και δράσης του, στις δυο εκθέσεις δικής του ζωγραφικής, που οργάνωσε τη δεκαετία του ‘80. Τότε, ήλθε σε σύγκρουση με ό,τι παρωχημένο και συντηρητικό από άποψη ιδεών κυκλοφορούσε γύρω και αναδείχτηκε ως καλλιτέχνης, μοναδικός που άνοιξε δρόμους με τη ψυχή και το σώμα του.
     Η τέχνη του έλαμπε σαν φως μέσα στο όνειρο. Και το τοπίο του χυνόταν σαν πυρωμένο μέταλλο, ερωτικό χωρίς χρόνο. Σίγουρα πρωτοπόρος, που δεν αναγνωρίσθηκε. Αλλά συλλογίζομαι, ποιό ανατρεπτικό πνεύμα όσο ζούσε εξασφάλισε την καθολική αναγνώριση και άλλωστε ποια είναι η αναγκαιότητα που επιβάλει να συμβεί το γεγονός αυτό;
    Ο δικός μας ζωγράφος ποτέ του δεν εκφράστηκε στο πνεύμα κάποιων «ηρώων» που στην παιδική ηλικία και στα σχολεία αργότερα μας γαλούχησαν και έπρεπε εμείς να υποδυθούμε νοερά. Ήταν ξεκάθαρα και αυτός «αντιήρωας» μιας όχι ένδοξης  εποχής, με μια δική του εντελώς προσωπική σφραγίδα.
  Στην πορεία 50 χρόνων γνωριμίας, έχω πολλά να θυμηθώ. Αλλά, δεν πρόκειται να ξεχάσω ένα γεγονός που δείχνει την ευαισθησία στο βάθος του χαρακτήρα του.
      Ήταν το 2007, όταν περπατούσαμε με τη συμβία μου στους δρόμους, λόγω εγκυμοσύνης της. Εκεί στο δρόμο προς την Παναγία, στην καρδιά της παλιάς κωμόπολης, τον είδα να τρέχει πίσω μας κρατώντας στα χέρια του ένα  καρβέλι ψωμί, που ο ίδιος το είχε ζυμώσει. Νομίζω τότε δεν μας έδωσε μόνο το ψωμί, που και το άρωμα του ακόμη μας γύριζε πίσω στο χρόνο. Μας έδινε κάτι εντελώς προσωπικό, ψημένο στο δικό του χειροποίητο φούρνο, σαν πρόσφορο, ήταν τα δικά του αγνά συναισθήματα.
        Δεν ξέρω αν είναι μόνο αυτό το γεγονός, μαζί με άλλα, που με κάνει να σκέφτομαι αν ήμουν πάντα εγώ ο ηθικά σωστός. Γιατί θυμάμαι κάποιο βράδυ, που πέρασε κάτω από το σπίτι μου και δεν φώναξε εκείνο το διεγερτικό «έρωτααααα», που συνήθιζε, ως σύνθημα και επίκληση στο «έρως ανίκατε μάχαν» του Σοφοκλή. Μόνο ένα ειρωνικό μακρόσυρτο σχόλιο έκραξε, πως δεν είμαι «ο επαναστάτης!», προσωπική αιχμή για κάποια ασυνέπειά  μου, κατάλαβα, την οποία αυτός πίστευε ότι είχα διαπράξει.
    Έμαθα αργότερα, όταν πια είχε πεθάνει, ότι με έψεγε γιατί δεν έδειξα ενδιαφέρον στο πρόβλημα που είχε με το σεισμόπληκτο σπίτι του, ότι δεν τον βοήθησα με κάποια γνωριμία που υπήρχε. Και μου παράγγελνε με παράπονο, σα σκιά της Νέκυιας: «λες και η Παναγία θα βρέχεται!», επειδή ήξερε ότι για τη σεισμόπληκτη εκκλησία της Παναγίας είχα δείξει ένα άλλο ενδιαφέρον.      
                                                                                                  Νίκος Μπακιός   

  
  

Δεν υπάρχουν σχόλια: