11/1/13




«Όσα σκεπάζει ο ουρανός τόσα σκεπάζει η μάνα»
Του Τάκη Λαϊνά


Πριν μερικά χρόνια, μπαίνοντας στο νεκροταφείο Λεχαινών από τη μοναδική είσοδο, και αμέσως δεξιά συναντούσες έναν τάφο με ξεχωριστή αξία. Ο τάφος αυτός υπάρχει και σήμερα στη θέση του, απλά η μάντρα μαζί με την κεντρική είσοδο μετακινήθηκαν σε βάρος της αυλής, παραβιάζοντας έτσι την αισθητική και τη λειτουργικότητα του συνόλου του χώρου. Βέβαια το νεκροταφείο ασφυκτιούσε και σήμερα πάλι ασφυκτιά και παρά τις παρεμβάσεις, αλλά αντί να μεταφερθεί όπως γίνεται σε όλες τις σύγχρονες πόλεις, επεκτάθηκε. Έγινε τότε ένας μικρός συμβιβασμός ανάμεσα στη δημοτική αρχή και την εκκλησία, όπως γίνεται σ’ όλη τη χώρα, όπου η εκκλησία αντιδρά στη δημιουργία δημοτικών νεκροταφείων για το δικό της συμφέρον. Δεν υπάρχουν μικροί και μεγάλοι συμβιβασμοί, γιατί αν δεν αντισταθείς στους μικρούς αποδέχεσαι σαν φυσιολογικό γεγονός και τους μεγάλους. Όταν δεν μεταφέρεις το νεκροταφείο, δεν προχωρείς στην πράξη εφαρμογής του νέου σχεδίου πόλης, δεν διεκδικείς ζώνες οικιστικού ελέγχου (ZOΕ), δεν κατεδαφίζεις τα αυθαίρετα, δεν θεσμοθετείς βιοτεχνικά πάρκα (ΒΙΠΕ), τότε καταλήγεις μέσα σε πενήντα στρέμματα γης, στη καρδιά της πόλης, να έχεις Γυμνάσιο Λύκειο, βίλες και χαμόσπιτα, νεκροταφείο και εργοστάσιο συσκευασίας φρούτων και λαχανικών, υπόστεγα, αποθήκες, κότες γάτες, καλαμιώνες, όλα μαζί. Ένα μικρό Κάιρο δηλαδή, όπου πεθαμένοι και ζωντανοί, προϊόντα και υποπροϊόντα συνυπάρχουν. Τέλος πάντων…

Κάθε τάφος έχει τη δική του αξία, τη δική του ιστορία το δικό του συναίσθημα. Όμως επιμένω ότι ο τάφος αυτός είναι ξεχωριστός για πολλούς λόγους, κυρίως γιατί εδώ στα Λεχαινά μα συνδέει όλους ή σχεδόν όλους. Κατ’ αρχήν είναι διακοσμημένος με ένα γλυπτό εξαιρετικής ομορφιάς. Αναπαριστά μια μικρόσωμη, ηλικιωμένη φτωχή γυναίκα της ελληνικής επαρχίας. Το πρόσωπό της είναι λιπόσαρκο με εμφανή τα ζυγωματικά από τη σωματική προσπάθεια. Τα μαλλάκια της είναι τυλιγμένα με ένα μαντήλι, το φακιόλι, που σκεπάζει ολόκληρο το κεφάλι της. Έτσι έφτιαχναν τα μαλλιά τους τότε οι γυναίκες της εργασίας. Κάθεται, με τα χέρια ενωμένα στην ποδιά της και το βλέμμα της είναι καρφωμένο μακριά στο μέλλον. Ατενίζει εμάς κι αυτούς που έρχονται μετά από εμάς με τη σιγουριά ότι η θυσία της έπιασε τόπο. Φέρει την υπογραφή του πασίγνωστου έλληνα γλύπτη Χρήστου . Καπράλου και το επίγραμμα «όσα σκεπάζει ο ουρανός τόσα σκεπάζει η μάνα». Αυτή η μάνα, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, χήρα ούσα, μέσα στην ανέχεια μεγάλωσε και σπούδασε ένα χαρισματικό παιδί, τον Βασίλη. Όσο καιρό ο Βασίλης φοιτούσε στην Ιατρική, η μάνα του δούλευε στα Λεχαινά από ήλιο σε ήλιο και του έστελνε. Οι παλιοί λένε πως κάθε βδομάδα έστελνε στο παιδί της μαγειρεμένο φαγητό κι ότι άλλο τρόφιμο με το τραίνο. Και ο Βασίλης την καθορισμένη μέρα και ώρα περίμενε στο Σταθμό Πελοποννήσου να παραλάβει το δέμα του. Κι αυτό κράτησε ολόκληρα χρόνια.

Η αποστολή ειδών διατροφής από μέρους της επαρχιακής οικογένειας προς τους συγγενείς των αστικών κέντρων, εσωτερικούς μετανάστες και φοιτητές, με το τραίνο, το φτηνό μεταφορικό μέσο, ήταν μαζικό φαινόμενο και διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του ’70 και το σύνηθες υλικό συσκευασίας ήταν το χειροποίητο καλαμένιο καλάθι, με την ανοιχτή του πλευρά καλυμμένη με λινάτσα με τη βοήθεια χοντρού σπάγκου και μιας σακοράφας και το οποίο περιείχε: ψωμί, μπουγάτσες, παξιμάδια, τραχανά, χυλοπίτες, κρασί, λίγο μέλι, ελιές αλλά και γλυκό του κουταλιού, φύλλα αλμυρού Βακαλάου, όσπρια, πεπόνια κ.α ανάλογα με την εποχή κι ό,τι είχε ο καθένας. Έτσι η επαρχία μετατρεπόταν σε διπλό αιμοδότη, και σε ανθρώπινο δυναμικό και σε πόρους αυτού που ονομάσαμε τέρας της Αθήνας. Τη δεκαετία του ’80 η συγκεκριμένη μεταφορά αντικαταστάθηκε από τα ΙΧ αυτοκίνητα που κατέβαιναν τα Σαββατοκύριακα και τις γιορτές. Με τον τρόπο αυτό αυξήθηκε και η ποσότητα των μεταφερόμενων τροφίμων και η γκάμα των προϊόντων. Προστέθηκαν και τα καρπούζια στον κατάλογο και οι πατάτες με το τσουβάλι. Με το τελάρο τα πορτοκάλια και τα λεμόνια στο καπό, στα πίσω καθίσματα, στη σχάρα, στο τρέιλερ παντού. Με τις νταμιτζάνες το κρασί, με τις λάτες το λάδι και κρέατα αρνιά σφαγμένα, κοτόπουλα, παπιά, μπούτια χοιρινό και κεφτέδες στο μπολ και χοληστερίνη και κιτρικό οξύ, όλα. Από το δυνατό και το αναγκαίο πήγαμε στη σπατάλη και την υπερβολή, κι ένας καυστικός συμπολίτης μου σχολίαζε: κατεβαίνουν οι κούρσες στο χωριό μπροστόβαρες και φεύγουν πισώβαρες. Τελευταία ακούμε ότι το καλάθι εκείνο αντικαταστάθηκε από το «καλάθι του παραγωγού» της Δυτικής Ελλάδας το οποίο θα υποστηριχτεί από το υπ.Αγροτικής Ανάπτυξης και ότι ένα εκατομμύριο νέοι και μορφωμένοι θα κατευθυνθούν από τα αστικά κέντρα προς την ελληνική επαρχία, ενισχύοντας την αγροτική οικογένεια και τον πρωτογενή τομέα, επιλύοντας ταυτόχρονα τα προβλήματα της ελληνικής ανεργίας, και διάφορες άλλες ανοησίες ακούμε από τους υπουργούς των σκανδάλων. Εγώ πιστεύω ότι τώρα με την κρίση, το χωριό θα ξαναπαίξει το ρόλου του, θα ακολουθήσει τη μοίρα του, θα ξαναστείλει από το πλεόνασμά του και το υστέρημά του τρόφιμα στους ταλαιπωρημένους οικονομικά συγγενείς της πρωτεύουσας,, και κάθε μάνα θα βρει τον τρόπο, παρόλο που τα καύσιμα έφτασαν στα ύψη και τα τραίνα σταμάτησαν να περνούν από τη Δυτ. Πελοπόννησο, να στηρίξει το δικό της παιδί που δουλεύει ή σπουδάζει στην Αθήνα τη Πάτρα το Βόλο την Θεσσαλονίκη τη Κρήτη, όπως η μάνα του Βασίλη. Ο Βασίλειος Δημησιάνος τελείωσε τις σπουδές του και διακρίθηκε σαν οφθαλμίατρος. Η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη που γρήγορα ξεπέρασε τα σύνορα της πατρίδας μας και την εγκατέστησε στους κορυφαίους γιατρούς της Ευρώπης. Η ιατρική του προσέλκυσε κύρος κοινωνική προβολή και πλούτο, δεν λησμόνησε όμως ποτέ τη γενέτειρα γη ούτε τη μάνα του ,που της έκτισε αυτό τον  περίφημο τάφο για να της δείξει την ευγνωμοσύνη και την αγάπη του. Ο βιολογικός κύκλος του Δημησιάνου έκλεισε κάπως ξαφνικά το 1966 και η ταφή του έγινε στον ίδιο τάφο που περιγράψαμε κάτω από συνθήκες περίεργες, πολιτικής προκατάληψης θα έλεγα εγώ: παρουσία ελάχιστων στενών συγγενών και τριών νέων, μαθητών ακόμη, που είχαμε παρουσιαστεί για τους δικούς μας λόγους.
Μια ιστορία όπως εκατομμύρια άλλες παρόμοιες σ’ όλο τον κόσμο, με επίκεντρο την αυταπάρνηση της μάνας και το πιο ισχυρό δεσμό, το δεσμό αίματος, που τη συνδέει με το παιδί της. Όταν όμως συμβαίνει δίπλα σου και με γνώριμους ανθρώπους, δεν μπορεί παρά να είναι η ιστορία του τόπου σου. Μια ιστορία που θα μπορούσε να κλείσει εδώ, όμως όχι, γιατί εδώ αρχίζει μια άλλη ιστορία.

Ο Βασίλης Δημησιάνος έθεσε τον εαυτό του και την επιστήμη του στη διάθεση της κοινωνίας. Συστρατεύθηκε με το προοδευτικό κίνημα, έγινε μέλος της ΕΔΑ που του κόστισε φυλακίσεις και εξορίες. Κάθε φορά που τελείωνε η «τιμωρία» του, ο κόσμος έκανε ουρά έξω από το ιατρείο του σε κεντρικό σημείο της Αθήνας, όπως λένε. Με έντονη  και ισχυρή προσωπικότητα άφησε τα ίχνη του παντού. Στον Αϊ Στράτη τον θυμούνται ακόμα. Δώρισε στο Δήμο Λεχαινών χιλιάδες τόμους βιβλία ανεκτίμητης αξίας. Πολλά απ' αυτά έχουν την ιδιόχειρη αφιέρωση του συγγραφέα τους, πολλά και άλλα προσωπικά του αντικείμενα όπως αυθεντικούς πίνακες ζωγραφικής επωνύμων Ελλήνων ζωγράφων καθώς και τα βαρύτιμα έπιπλα του γραφείου του. Μ’ άλλα λόγια η Δημοτική . Βιβλιοθήκη Λεχαινών είναι αποκλειστικά δική του υπόθεση. Είχε εκφράσει την επιθυμία να κτίσει με δική του δαπάνη σε δημόσιο χώρο ξεχωριστό κτήριο, Δημοτικής Βιβλιοθήκης-Πινακοθήκης, αλλά η μισαλλοδοξία και η πολιτική αδιαλλαξία των τοπικών αρχόντων της εποχής εκείνης δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει το όνειρό του και η ίδια μισαλλοδοξία και αδιαλλαξία επαναλαμβάνονται και σήμερα με το κληροδότημα του άλλου αριστερού δωρητή του Γιάννη Πονήρη (καπετάν Ξάνθου). Ο Γιάννης Πονήρης δώρισε στο Δήμο Λεχαινών το σύνολο του ζωγραφικού του έργου (95 πίνακες) και το οικόπεδο της κεντρικής του κατοικίας. Πάνω από 10 χρόνια τώρα τα έργα του παραμένουν στα χαρτόκουτα και το σκοτάδι, και το οικόπεδο αναξιοποίητο. Μερικοί μάλιστα προσπάθησαν, ευτυχώς χωρίς επιτυχία, να το χρησιμοποιήσουν για αλλότριους σκοπούς και παρά το νόμο περί κληροδοτημάτων, να το τεμαχίσουν, όπως έκανε προ ετών ένας παπάς στην Κεφαλονιά με το σώμα του Αγίου Γερασίμου. Αλλά μισαλλοδοξία και η πολιτική αδιαλλαξία έχουν προέλευση και από την άλλη πλευρά. Όταν πέθανε ο Καπετάν Ξάνθος, ο αγνός ήρωας που πολέμησε στο Πούσι και αγάπησε τον τόπο, την κοινωνία και τους νέους όσο ελάχιστοι, οι «ορθόδοξοι» απείχαν προκλητικά κι ούτε ένα στεφάνι δεν έστειλαν στην κηδεία του. Βλέπετε το ΚΚΕ έχει τα δικά του μέλη και τα κουπόνια του, όλοι οι άλλοι αριστεροί είναι θανάσιμοι εχθροί του.

Σε κάθε περίπτωση η Δημ Βιβλιοθήκη Λεχαινών είτε σε ενοικιαζόμενο χώρο στην αρχή είτε στεγασμένη στο κτήριο του Δημαρχείου στη συνέχεια, αποτέλεσε μια αναπάντεχα ευχάριστη έκπληξη για όλους και ειδικά τους μαθητές στη δεκαετία του ’60 και μετά. Κάθε απόγευμα γέμιζε από παιδιά που ερχόντουσαν να διαβάσουν, να γράψουν, να εργαστούν. Δεν υπήρχαν πολλά βιβλία στα σπίτια μας τότε. Ένα δεύτερο σχολείο δηλαδή. Και πολλές φορές με μια ταχύτατη αναδιάταξη των καθισμάτων μεταβαλλόταν σε χώρο ομιλίας και διαλόγου. Εκεί μίλησαν καθηγητές από την Αθήνα, φιλόλογοι από την Πάτρα, εκπρόσωποι κομμάτων και συλλόγων, καλλιτέχνες, ντόπιοι διανοούμενοι, επιστήμονες και άλλοι. Ένα μικρό και ζωντανό πνευματικό κέντρο. Σήμερα αυτό το κέντρο έχει πεθάνει, και οι νεκροθάφτες του, δημοτικοί παράγοντες, θέλησαν να κάνουν την οριστική αποκομιδή των ιερών λειψάνων του. Να στοιβάξουν τα βιβλία, την τέχνη και την επιστήμη δηλαδή, ξανά σε χαρτοκιβώτια και να τα αδειάσουν μαζί με άλλο έντυπο υλικό του Δήμου σε μια αποθήκη με πραγματικούς αρουραίους. Αλλά παρενέβησαν κάποιοι πολίτες που τους εμπόδισαν και απεφεύχθη η ιεροσυλία. Και πάλι όμως υπό καταστάσεις περίεργες, όπως μαθαίνουμε και διαβάζουμε στον τοπικό τύπο, η Δημοτική Βιβλιοθήκη μεταφέρεται σε άλλο χώρο μικρότερο, για να κερδηθούν μερικά τετραγωνικά μέτρα υπέρ των γραφείων του νέου δήμου, και με το αρχείο να έχει χαθεί, και μια δημοτική υπάλληλο ανάμεσα σε ράφια, ξανά κιβώτια και βιβλία χύμα στο δάπεδο κι ένα μολύβι κι ένα τετράδιο να προσπαθεί να το ξαναφτιάξει. Αυτά τα βιβλία του αριστερού Δημησιάνου, τη δεκαετία του ’60 τα διαχειρίστηκε με τρόπο άψογο ο Νίκος Ζαροκανέλος, ο δεξιός. Σου παρέδιδε το βιβλίο που ζητούσες ή τα βιβλία που απαιτούσε η εργασία σου με ευλάβεια. Και απαιτούσε να του τα επιστρέψεις άθικτα για να τα ξαναβάλει στη θέση τους, εμπνέοντάς σου σεβασμό, σοβαρότητα και τάξη. Μιλάει κανείς για συναίνεση και συνύπαρξη; Αλλά πώς να συνυπάρξεις με κάποιους δεξιούς που νομίζουν ότι βρισκόμαστε ακόμα στην περίοδο του Εμφυλίου, και με κάποιους αριστερούς που εξακολουθούν να σου μιλάνε με όρους προβιομηχανικής εποχής.
Είμαστε λίγοι και μόνοι μας. Ας είναι. Εγώ προσωπικά είμαι με το Δημησιάνο. Και με τη μάνα του. Κυρίως μ’ αυτήν.

(Αναδημοσίευση από την εφημ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, 27-12-2012)

Δεν υπάρχουν σχόλια: