30/1/13


«Η πρόβα»
 
Του Τάκη Λαϊνά 
Τελευταία φορά που φόρεσα ρούχα αποκλειστικά ραμμένα για μένα, σε ραφείο της επαρχίας, ήταν το 1982. Γκρι τουΐντ σακάκι με τσόχινο μπλε πανταλόνι, συνδυασμένο με άσπρο ανοικτό πουκάμισο, πλούσια μαλλιά και μαύρο μουστάκι σχημάτιζαν ένα αχτύπητο σύνολο. Μου τά ‘χε φτιάξει ένας ράφτης από το Χάβαρι, γνωστός του φίλου μου, Γιώργου Μπεκιάρη που δουλεύαμε μαζί στην Ένωση Αμαλιάδας. Στην πόλη της Αμαλιάδας υπήρχαν σπουδαία καταστήματα τότε, του Πετρόπουλου του Χρήστου, του Καρρά και άλλων που πουλούσαν πολύ καλά έτοιμα ρούχα, και είχα ήδη αγοράσει αρκετές φορές, χωρίς όμως να είμαι ιδιαίτερα απαιτητικός στο ντύσιμο, θεωρούσα ότι το ρούχο παραγγελία ήταν κάτι διαφορετικό, μια άλλη διαδικασία.

Η αρχή γινόταν με την επιλογή υφάσματος και ακολουθούσε, η ακριβής μέτρηση των διαστάσεων του πελάτη με την ελαστική μεζούρα του ράφτη, τα λεγόμενα «μέτρα» που καταγραφόταν επιμελώς στο ειδικό βιβλίο παραγγελιών. Στη συνέχεια σημαδευόταν και κοβόταν το ύφασμα, το οποίο συμπληρωνόταν από πρόσθετα υλικά, φόδρες, καναβάτσο, βάτες... Μετά άρχιζε η συναρμολόγηση του ενδύματος. Το οριστικό «τελείωμα» θα καθυστερούσε αρκετές μέρες και θα ολοκληρωνόταν κατά κανόνα από νεαρές κοπέλες, ράφτρες, με καλή όραση και ιδιαίτερη ικανότητα στη χρήση του βελονιού. Κατόπιν θα σιδερωνόταν προσεκτικά, θα τοποθετείτο σε κρεμάστρα, και η παράδοση θα γινόταν κατ’ οίκον. Ανάμεσα στην κοπή του υφάσματος και το τελείωμα, θα μεσολαβούσαν δυο πρόβες. Οι πρόβες και ειδικά η πρώτη ήταν η πεμπτουσία της ραπτικής και αποτελούσε βάση της επιτυχίας. Διαρκούσε περίπου μισή ώρα, όπου το πρόχειρα ραμμένο σακάκι φερ’ ειπείν, ξηλωνόταν κατά τόπους, σημαδευόταν πάλι το ύφασμα και αποκαθίστατο με καρφίτσες, χιλιάδες καρφίτσες. Ενισχύονταν ή αφαιρούνταν βάτες στους ώμους, οριστικοποιούνταν το μάκρος, αμβλύνονταν κάθε ανατομική ατέλεια και λυνόταν άμεσα κάθε κατασκευαστική λεπτομέρεια. Και όλα αυτά μπροστά σε ένα τεράστιο καθρέφτη... Πάντα ένα καλοραμμένο ρούχο από ακριβό ύφασμα είχε δύο αποδέκτες: αφενός ικανοποιούσε ηθικά και οικονομικά το δημιουργό του, το ράφτη, και αφετέρου εξυπηρετούσε την αυταρέσκεια και το κοινωνικό πρόσωπο του πελάτη.

Η εμπλοκή μου με τη δουλειά του ραφείου και η προτίμησή μου σ’ αυτά τα ρούχα οφείλονταν και στο γεγονός ότι τα αδέρφια της μάνας μου ήταν ιδιοκτήτες για πολλές δεκαετίες μεγάλου και γνωστού εμποροραφείου στο κέντρο της αγοράς των Λεχαινών. Το εμποροραφείο ήταν μια ολόκληρη βιοτεχνία. Διέθετε πλήθος έτοιμα ρούχα διαφόρων ειδών και κατηγοριών, πολλά υφάσματα, μόνιμο εργατικό προσωπικό με επαγγελματίες και μαθητευόμενους ράφτες, σιδερώστρες, υπαλλήλους, με τον ίδιο το θείο Πάνο να ασχολείται με την κοπτική και να εκτελεί τις πρόβες. Συνεργαζόταν με τρίτους, άντρες και γυναίκες, τις λεγόμενες παντελονούδες ,που δούλευαν στο σπίτι τους και αμείβονταν με το κομμάτι. Το μαγαζί είχε δουλειά όλο το χρόνο η οποία εντεινόταν στην αρχή του χειμώνα και κορυφωνόταν την περίοδο των εορτών. Τότε οι θείοι μου με καλούσαν να προσφέρω διάφορες μικρές υπηρεσίες, «θελήματα» όπως τα έλεγαν, έναντι ελαχίστων χρημάτων ή ενός πουλόβερ για τα Χριστούγεννα.

Υπήρχαν πολλές δουλειές που έπρεπε να κάνω. Από το να σκουπίσω το πεζοδρόμιο μέχρι να κουβαλήσω τα κάρβουνα για τις βαριές μαντεμένιες παπίτσες του σιδερώματος. Να μεταφέρω κομμένα υφάσματα και υλικά στις παντελονούδες και να πηγαινοφέρνω τα ντρίλια. Το ντρίλι ήταν ένα είδος χοντρού και φτηνού βαμβακερού υφάσματος με το όποιο ράβονταν τα παντελόνια εργασίας. Ένα είδος τζιν των φτωχών, δηλαδή. Είχε όμως το χαρακτηριστικό, όταν βρεχόταν, να συστέλλεται ελαφρά, να «μπαίνει» όπως έλεγαν. Έπρεπε λοιπόν να το πάω στη θεια μου, να το μουσκέψει καλά, να το απλώσει να στεγνώσει, να το ξαναφέρω και μετά να κοπεί.

Αλλά αν το ντρίλι ήταν ένα ύφασμα «ελλειμματικό», το αντίθετο συνέβαινε με τα αλλά υφάσματα, τα «κασμίρια». Τα διπλωμένα ρολά αυτών των υφασμάτων, τα «ντόπια», όπως ονομάζονταν, είχαν μήκος πολλαπλάσιο των δύο μέτρων και ογδόντα εκατοστών, όσο δηλαδή απαιτείται για ένα κανονικό αντρικό κουστούμι. Επειδή όμως το μέσο ύψος των πελατών ήταν λίγο χαμηλότερο από το κανονικό, υπήρχε ένα μικρό πλεόνασμα, το οποίο αθροιζόταν κάθε φορά και στο τέλος πρόεκυπτε ένα κομμάτι μισού περίπου μέτρου, το λεγόμενο «ρετάλι». Με ένα ρετάλι μπορούσες να ράψεις γιλέκο, μια γυναικεία φούστα, ένα κοντό πανταλόνι. Υπήρχαν φορές που τα ρετάλια αποκτούσαν υπερβολική υπεραξία στα χέρια των Αντραβιδαίων πιλοποιών. Αυτοί οι τεχνίτες και μόνον αυτοί, γνώριζαν να κατασκευάζουν συγκεκριμένα καπέλα, τις γνωστές τραγιάσκες ή σκούφιες. Εξ ου και «σκούφια αντραβιδαίικη». Μικρά τριγωνικά κομμάτια υφάσματος συρράπτονταν μεταξύ τους και μ’ένα κουμπάκι στο κέντρο, ή χωρίς κουμπάκι, σχημάτιζαν το περίτεχνο καπελάκι που φοριόταν τότε τους χειμερινούς μήνες από μικρούς και μεγάλους, Η σκούφια είχε τη δική της ξεχωριστή τιμή, η οποία ήταν αποτέλεσμα αποκλειστικά της εργασίας και της μοναδικής της τεχνικής, αφού η άξια του κεφαλαίου (το ρετάλι και τα ελάχιστα υλικά), ήταν σχεδόν μηδενική. Κάτι ανάλογο γινόταν και με την ούγια, την πολύ πυκνά πλεγμένη άκρη του υφάσματος για να μην ξεφτίζει, η οποία αφαιρείτο με το κόψιμο. Οι λεπτές αυτές ταινίες ενώνονταν η μια με την άλλη και με το χρόνο σχημάτιζαν κουβάρια. Τα κουβάρια τα έπαιρναν οι γυναίκες που είχαν αργαλειούς και μαζί με αλλά κομμένα μεταχειρισμένα υφάσματα, τα κουρέλια, ύφαιναν τις κουρελούδες, τα φτηνά στρωσίδια των κοινοχρήστων χώρων των σπιτιών και τις μπατανίες των τοίχων. Δεν πήγαινε χαμένο τίποτα.

Η πιο ευχάριστη δουλειά για τα παιδιά ήταν η παράδοση καινούργιων ρούχων. Η διαδικασία ήταν η ακόλουθη: Έπαιρνες το φρεσκοσιδερωμένο κουστούμι η παλτό με την κρεμάστρα του και το πήγαινες στο σπίτι του πελάτη. Χτυπούσες τη πόρτα, σου άνοιγαν, χαιρετούσες ευγενικά, έλεγες τις ευχές σου λόγω των ημερών και δεν ξεχνούσες ποτέ να πεις «με γεια». Ο πελάτης, ή πιο συχνά η σπιτονοικοκυρά, παραλάμβανε με ικανοποίηση το ρούχο, σε άφηνε να περιμένεις λίγο και επιστρέφοντας σου έδινε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο φιλοδώρημα. Οι παραδόσεις ήταν πολλές και συχνά δίνονταν πραγματικές μάχες ανάμεσα σε μένα, τον αδελφό και το ξάδελφό μου για το πόσα ρούχα θα παραδώσει ο καθένας και σε ποιους. Γιατί είχαμε κατηγοριοποιήσει τους πελάτες σε μικρομεσαίους και πλουσίους, οι φτωχοί είπαμε έραβαν μόνο ντρίλια, και κυρίως σε τσιγκούνηδες και γενναιόδωρους, απ’ όπου εξαρτιόταν και το μέγεθος του φιλοδωρήματος. Σε κάθε περίπτωση η είσπραξη ήταν ικανοποιητική για όλους αφού μας εξασφάλιζε τη συμμετοχή μας στα μικρά “τυχερά παιγνίδια” και την αγορά του “Μικρού Ήρωα” ή του επόμενου τεύχους των “Κλασσικών Εικονογραφημένων”.

Τέλος Νοέμβρη του 1957, η σχολική χρονιά είχε αρχίσει κανονικά κι εγώ ήμουν ήδη μαθητής της Α’ δημοτικού. Η ένταξή μου στη σχολική ζωή υπήρξε ανώδυνη, αφού ο πατέρας και τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια μου με είχαν προετοιμάσει κατάλληλα. Ήξερα να μετρώ, να συλλαβίζω και λίγο-λίγο να γράφω. Εξάλλου το σπίτι μου ήταν απέναντι από το σχολειό, η δασκάλα με γνώριζε και με είχε βάλει στην τάξη πολλές φόρες από τον προηγούμενο χρόνο, χωρίς να είμαι κανονικός μαθητής, πράγμα που διευκόλυνε τη μάνα, που είχε πολλές δουλειές στο σπίτι. Έτσι το σχολειό ερχόταν σαν φυσιολογική και ευχάριστη εξέλιξη με πιο πολλούς φίλους και περισσότερες ώρες παιγνίδι.

Ο χειμώνας όμως είχε μπει για τα καλά και προβλεπόταν ακόμα πιο βαρύς στη συνέχεια. Μαύρα βαριά σύννεφα κινούνταν από τα δυτικά και μεταβαλλόταν σε μικρές καταιγίδες με χαλάζι και βροχή. Πολλή βροχή. Τα χαντάκια είχαν πλημμυρίσει και μικρές λίμνες είχαν σχηματιστεί στα γύρω χωράφια και τους χωματόδρομους. Ψηλά στον ουρανό άγριες χήνες, γερανοί και άλλα πουλιά διαβατάρικα σε εντυπωσιακούς σχηματισμούς και σταθερή ταχύτητα ταξίδευαν προς το νότο για να ξεχειμωνιάσουν. Όταν τη νύχτα είχε ξαστεριά το πρωί έκανε κρύο. Ο ήλιος έβγαινε μέσα από κόκκινα σύννεφα, σημάδι ότι το απόγευμα θα έβρεχε πάλι, και τα παιδιά έπιαναν την αντηλιά στον τοίχο του σπιτιού του Δημάκη, δίπλα στο σχολειό, κολλημένα το ένα με τ’ άλλο για να ζεσταθούν. Περίμεναν τη κυρά Μαριάνθη με το καζάνι ζεστό νερό, ανακατωμένο με τη σκόνη γάλα και το κίτρινο τυρί, την αμερικανική βοήθεια από το σχέδιο Μάρσαλ, πριν μπουν στην τάξη. Το βράδυ ανάβαμε το μαγκάλι και η θεία Ελένη έβραζε στη φωτιά με τα ξύλα, χόρτα ή όσπρια και στην καυτή στάχτη, τη χόβολη ή θράκα, έψηνε πατάτες και κρεμμύδια.

Η μάνα μου απαίτησε από τον αδελφό της να μου φτιάξει παλτό για να μη κρυώνω όταν βγαίνω από το σπίτι και ειδικά όταν πηγαίνω στο σχολειό, κι’ αυτός ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο αίτημα της. Τέσσερες μέρες μετά και αφού είχαν παρθεί τα μέτρα, με πολλή χαρά και καμάρι βρισκόμουν απέναντι στο γιγάντιο καθρέφτη, με το θειο να επιμελείται την πρώτη πρόβα. Στη δεύτερη πρόβα όμως με περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Με θλίψη είδα, όταν προστέθηκαν τα μανίκια, ότι ήταν φτιαγμένα από άλλο ύφασμα, άλλο χρώμα. Καφέ ψαροκόκαλο το σώμα, μπλε καρό τα μανίκια. Η διαφορά ήταν μεγάλη και η απογοήτευσή μου ακόμα μεγαλύτερη. Στη δειλή μου ερώτηση “γιατί θειε;”, η απάντηση ήταν λακωνική και αποστομωτική: «Τελείωσε το τόπι και ανοίξαμε καινούργιο.» Ήταν προφανές ότι το παλτό μου ραβόταν από δυο διαφορετικά ρετάλια. Διαμαρτυρήθηκα έντονα στη μάνα μου λέγοντας πως τα παιδιά θα με κοιτούσαν περίεργα και ότι η δασκάλα θα κρυφογελούσε σε βάρος μου, όπως κι’ εγινε. Δεν ήθελα να το φορέσω. Η μάνα μου προσπάθησε να με παρηγορήσει και να με μεταπείσει, ο αδελφός μου με αποκάλεσε κοροϊδευτικά “παρδαλό κατσίκι” κι’έφυγε τρέχοντας για να αποφύγει την οργή μου. Μού ’ρχοταν να βάλω τα κλάματα.

Θυμήθηκα αυτή τη δραματική πρόβα σαράντα πέντε περίπου χρόνια αργότερα μια μέρα όταν συνάντησα τον Αλέκο. Ο Αλέκος ήταν ένας ψηλός και όμορφος άντρας. Έφυγε παιδί από τα Λεχαινά, πήγε στην Αθήνα, κέρδισε χρήματα και επιστρέφοντας έκτισε καινούργιο ψηλό σπίτι και στο ισόγειο διαμόρφωσε ένα πολύ όμορφο πιάνο-bar, το Alexander, που είχαμε περάσει αξέχαστες βραδιές. Εκείνο το πρωί καθόταν στο CAF PALES πίνοντας τον καφέ του, φορώντας ένα μοντέρνο και πανάκριβο πουκάμισο με τέσσερα διαφορετικά χρώματα, τέσσερα διαφορετικά υφάσματα. Του διηγήθηκα την ιστορία μου και για να τον πειράξω πρόσθεσα: «Καλά ρε Αλέκο πώς έγινε, τέσσερα διαφορετικά ντόπια στο δικό σου πουκάμισο τελειώσανε;» Αυτός ανταποκρίθηκε έξυπνα στο πείραγμα και ελαφρώς ειρωνικά μου απάντησε πως πρωτοπόρος όπως ήμουν σε πολλά, με το δίχρωμο παλτό μου είχα προηγηθεί στη σημερινή μόδα κατά μισό περίπου αιώνα.

Στο τέλος ξεπέρασα τους ενδοιασμούς μου και το φόρεσα. Και το ξαναφόρεσα πολλές φορές. Γιατί εκείνο το παλτό, το μαγκάλι μας, η θράκα της θείας Ελένης και ο κόρφος της μάνας μου, ήταν τα τέσσερα πράγματα που αληθινά με ζέσταιναν για τους δύο επόμενους χειμώνες της ζωής μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: