19/3/10

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ (ΦΕΓΓΑΡΙΣΙΑ) ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΔΗΜΑΚΗ

Γιάννη, σε ποιο ονειρολίβαδο επιστρέφεις ξάφνου, κυλιόμενο βαρελάκι; Και μάλιστα φωτοπαρασκευαστής δραστικός, δούλος αφοσιωμένος των αφεντικών σου χεριών, άναρχος εικονολάτρης απύλωτος, που ως και κάτι συντοπίτες αδιάφορους ή και εικονομάχους τούς έφτασες, να γυρέψουν να σε κρεμάσουν (απορημέ-νοι) στον τοίχο. Πώς τα κατάφερες, που βίου απαράσκευος ως το τέλος επίμονος υπήρξες, πετεινό τ’ ουρανού με τον ελάχιστο σπόρο; Άραγε ως δεινός αλχημιστής του ενστίκτου, που ’χε το ελιξήριο διαρκούς παιδικότητας (άγριας) ανακαλύψει; Και πόσα εξ αυτού βάσανα εθησαύρισες;
Γιατί το κοντάρι σου, το και αργότερα πινέλο –κάποιοι απ’ το σχολείο ήδη το είχαν διαισθανθεί– διάνα στο καλοθρεμμένο μ’ αυταπάτες φωτόπουλο της νύχτας εκάρφωσες (αυτό που μαδημένο κι αλίπαστο, σε ασκητικές μερίδες επάρκεσε χρόνους εξηνταένα)• και άλμα επί κοντώ με στόμα ανοιχτό όλοι εχάζεψαν, στα τυφλά πάνω απ’ τη σκοτεινή πλευρά σου (πτώση ελεύθερη μετά, στης φαντασίας τα παπλώματα).
Γιάννη αδιάλλακτε, φεγγάρι τρύπιο ήταν αυτό ή δόλωμα διαστημοπαγίδας, που πέρασε από μέσα το βλέμμα σου και σκάλωσε για πάντα στο χάος; Γιατί τις είδα τις σκουληκότρυπες που άνοιξες• κόσμους ασύμβατους ζήτησαν να συνδέσουν (απείραχτους ακόμα –όπως σε όνειρα βρεφών– ακατοίκητους), σε μια επαρχία θανάσιμα υπερρεαλιστική, βαθιά –για έναν όπως εσύ– μοναχικότροπη.
Για πόσες πραγματώσεις του «εγώ» μπορεί και να περηφανεύτηκες, επιθετικά πάμφτωχε Γιάννη, στο πλούσιο το σαλόνι μόνιμα της επικαιρότητάς σου; Ποιο στοίχημα να κέρδισες (έτσι, σε διαρκή αυτοέκδοση και θυμηδία) έναντι όλων; Για πόσα αργύρια-φεγγάρια χειροποίητα (προβολείς της αδιάκοπης παράστασής σου) εσύ ποτέ δεν αυτοπαραδόθηκες, και πόσα έσβησες για πλάκα σε κατουρήματα υπαίθρια, μετά από αφρισμένες μπύρες;
Κι ήταν απόκριες καθημερνά (ολάκερη ζωή) ανθεκτικέ Γιάννη• κι εσύ σε μια αποθήκη του ΑΣΟ με επιστήθιο τον βασιλιά-καρνάβαλό σου, να παίζεις να τα πίνεις να περιγελάς, μέχρι το φελιζόλ να εμψυχωθεί, κάτι λινάτσες σου να κάνουνε παρέλαση. Μέχρι ο ΕΡΩΤΑΣ –με στέρησης καιρό–, άσπρο ψυχής να καταπέσει ίζημα (καύσιμο τέχνης), και σαν απέλπιδα κραυγή και μανιφέστο στους δρόμους της κωμόπολης να ποδοπατηθεί. Μέχρι τα κυπαρίσσια να ψηλώσουν τόσο, που ν’ ακουμπάν οι κορυφές τους στην πανσέληνο• ν’ ανεβοκατεβαίνεις μυστικά εσύ, αίσθημα αξημέρωτα ν’ αναπιάσεις. Κι οι λείες πέτρες οι ζωγραφιστές, αβγά καμιά φορά της ευτυχίας σκορπισμένα, μικρά να αποκτήσουν διαμπερή ανοίγματα, να παίρνουμε μάτι από ’δω αναπαυτικά εμείς, στιγμιότυπα χαμένου παραδείσου.

- - -

Και τώρα γενναίε Γιάννη, στον κόσμο των αφόρητα βουβών δώσε ξανά παράσταση, με τη βροντώδη τη φωνή που βέβαια δεν παρέδωσες (ούτε και τα πινέλα) διαβαίνοντας του Άδη τη γερμανική πύλη• βγάλε κλεμμένο φως από την τσέπη κι αναστάτωσε κι εκείνους τους άφεγγους. Θερσίτη-Γιάννη, στους Λεχαινίτες πεθαμένους Αγαμέμνονες –ξέρεις εσύ– φόρα και φωναχτά τα σκολιανά τους και ας ξαναχτυπήσουν. Ο ίππος, που εντός του χώθηκες, μιας Τροίας τέχνασμα δεν είναι, μα είναι κουτί λυόμενο στη γη παραχωμένο (μιας άλωσης αντίστροφης), σιγά σιγά μεθοδικά να αυτοδιαλυθεί.
Αλλά εσύ το ξέρω, κάτι θα σκαρφιστείς κι εκεί. Πάλι θα πλάσεις φούρνο-κόσμημα, με της νικοτίνης τα εμποτισμένα χέρια, να ψήσεις το χωμάτινο ψωμί. Και χρώματα (ωραία μοβ, άσπρα και πράσινα) θα φέρεις στα σκοτάδια. Τις τέσσερες εποχές από τον κήπο σου, θα βάλλεις στον περίκλειστο κοιτώνα, ψεύτικα παραθύρια. Γιάννη υποψιάζομαι, πως ήδη εξεκίνησες να ζωγραφίζεις από μέσα, το ξύλινο άλογό σου.

25. 2. 10
«Το κόκκινο βιβλίο»

Δεν υπάρχουν σχόλια: