25/9/08

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΠΟΥ ΚΑΗΚΕ

Παίζανε αμέριμνα κάτι παιδιά της γειτονιάς μου, πετώντας το ένα στο άλλο παλιά τετράδια μισοκατεστραμένα, με χοντρό εξώφυλλο που στο κάτω μέρος έγραφε «Αυτόματον Ηλεκτροκίνητον Ταχυπιεστήριον Τάκη Πυλαρινού». ΄Ετσι θυμήθηκα το παλιό βιβλιοπωλείο που κάηκε.
Ήταν λίγο μετά τη φοβερή πυρκαγιά στο υπέροχο δάσος του Καϊάφα και τις άλλες καταστροφές του νομού, το Γενάρη, τη φετινή χρονιά, που συμπτωματικά έπιασε φωτιά και το παλιό βιβλιοπωλείο των παιδικών μου χρόνων.
Mεσημέρι έγινε το κακό. Ακούστηκαν οι σειρήνες της πυροσβεστικής και μαζί ο κόσμος που έτρεχε από διάφορα σημεία, φωνάζοντας «φωτιά- φωτιά». Πλήθος ανθρώπων συγκεντρώθηκε στη μικρή πλατεία και παρακολουθούσε το βιβλιοπωλείο να καίγεται. Η καπνιά και οι φλόγες έβγαιναν από τα παράθυρα ασταμάτητα. Δυο μέρες σιγοκαιγόταν και έμειναν στο τέλος μόνο στάχτες και αποκαϊδια.
Τότε, βρέθηκα και εγώ μες στο πλήθος και αναρωτήθηκα πόσοι από τους συγκεντρωμένους γνώριζαν τι ακριβώς ήταν αυτό που καιγόταν και ποιά ήταν η ιστορία του. Ίσως να είναι ελάχιστοι αυτοί που είχαν τις ίδιες με μένα αναμνήσεις.
Αυτό το βιβλιοπωλείο έκρυβε μέσα του ένα σπάνιο θησαυρό. Υπήρχε εκεί ένα τεράστιο στοκ βιβλίων αστυνομικής και ξένης κλασικής λογοτεχνίας που φάνταζε σαν κόσμος μαγικός.
Παλιότερα είχε λειτουργήσει και ως τυπογραφείο με μηχανήματα πρωτοποριακά για την εποχή του. Είχε εγκαταλειφθεί όμως, την τελευταία δεκαετία, λόγω διαφωνιών ανάμεσα στους κληρονόμους.
Παρατηρώντας τους συγκεντρωμένους, σκέφτηκα πόσοι απ’ αυτούς μπορούσαν να φανταστούν, κείνες τις ώρες της καταστροφής, ότι μες στο χώρο πάλευαν με τη φωτιά και οι ήρωες των βιβλίων του παλιού βιβλιοπωλείου, ο Πουαρώ και η Μάρπλ , ο επιθεωρητής Μαιγκρέ και οι δαιμονισμένοι του Ντοστογιέφσκι μαζί με τους άθλιους του Ουγκώ, αναμαλλιασμένοι, απεγνωσμένα προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον πύρινο κλοιό.
Αναρωτήθηκα αν θα υπάρξουν στο μέλλον παιδιά με την εμπειρία και την αίσθηση της δροσιάς αυτού του χώρου. Εκτός από το θόρυβο των τυπογραφικών μηχανών ήταν και η μυρωδιά του μελανιού που έδινε κάτι ξεχωριστό στην ατμόσφαιρα. Το τυπωμένο χαρτί έκρυβε μέσα του μια μυστηριακή ενέργεια. Μια απόλαυση εγκλειόταν στις σελίδες των βιβλίων, ίδια με αυτή που άφηναν το γλυκό χάδι των σχολικών διακοπών και τα καλοκαιρινά φρούτα.
Θυμήθηκα τον ιδιοκτήτη του τυπογραφείου. Έναν ψηλό μελαχρινό, με αετίσιο βλέμμα δραστήριο άνθρωπο. Δίπλα στις καλογυαλισμένες μηχανές του είχε κάθε είδους έντυπο υλικό. Από λογιστικά βιβλία μέχρι πρωτόκολλα και βιβλία πρακτικών.
Έπαιρνε με τα μαυρισμένα από τη μελάνη χέρια του τα ανάγλυφα γράμματα, από τετράγωνα σαν κυψέλες κουτιά και να τα τοποθετούσε στην πλάκα στοιχειοθεσίας. Μετά, όρθιος πάντα, έτρεχε με την γκρίζα πουκαμίσα του και το φαρδύ του παντελόνι από τη λινοτυπική μηχανή ως το μηχανικό ψαλίδι, ελέγχοντας ταυτόχρονα το σύστημα όλων των μηχανών. Ο Γουτεμβέργιος της παιδικής φαντασίας.
Στον χώρο αυτό, απ’ ό,τι ξέρω, τυπώθηκαν και περιοδικά που αποτελούν μέρος της ιστορίας και του πολιτισμού της περιοχής, καθώς και άλλα σημαντικά έντυπα της εποχής εκείνης.
Από δω ξεκινούσαν εμπορεύματα που στέλνονταν σε κάθε χωριό ή πόλη, όπως μια ευρεσιτεχνία σχετική με έντυπο υλικό των υποψηφίων Προέδρων και Δημάρχων. Μια επιχείρηση δηλαδή με βιομηχανική προοπτική και παμπελοποννησιακή δραστηριότητα.
Άραγε, σκέφτηκα, ήταν συμβολικό ότι αυτός ο άνθρωπος κάθε Μ. Σάββατο, σε συγχρονισμό με του παπά το «δεύτε λάβετε φως», αναβόσβηνε τα φώτα, ως εντεταλμένος του εκκλησιάσματος…
Θυμήθηκα την παλιά μου λαχτάρα να αποκτήσω κάποιο βιβλίο και την αδυναμία μου λόγω των περιορισμένων οικονομικών μου.
Τώρα όμως, τα βιβλία μισοκαμένα, τσαλακωμένα σκόρπια, άψυχα σκουπίδια κείτονται στο δάπεδο του μαγαζιού.
Στις δεκαετίες που πέρασαν, όλα αλλάξανε και οι άνθρωποι συνεχώς υποτάσσονται στην ανώτερη δύναμη που επιβάλλει την τεχνολογική πρόοδο.
Βρίσκομαι τώρα δίπλα στο χάρτινο σκουπιδαριό, στα κατεστραμμένα βιβλία. Τα αισθήματά μου είναι μαζί με τα βιβλία που κάποτε χάζεψα και πεθύμησα με τα παιδικά μάτια, ακούμπησα με τα δάκτυλά μου, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να τα κάνω δικά μου.
Κοιτάζοντας τον χώρο του μαγαζιού, φαντάστηκα για μια στιγμή ότι στο βάθος υπήρχαν οι σκιές των παλιών ιδιοκτητών του, μες στο σωρό των σκουπιδιών, στα αποκαϊδια και στον μπουχό, του κυρ Τάκη και της γυναίκας του. ΄Ηταν εκεί απαθείς παρατηρητές ενός κόσμου που καταστράφηκε.

Αγ. Ζαχαριάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: